γυρίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυρίδα ἡ, Κρήτ. Μακεδ. (Δρυμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γῦρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ίδα.

Σημασιολογία

1) Ἡ περιφέρεια ἐπιφανείας Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.): Ἐκε͜ιὰ ᾿ς τὴ γυρίδα τοῦ χωραφιˬοῦ ἤτονε θεμένος ὁ λαγὸς Κίσ. 2) Στροφή, λοξοδρόμησις Κρήτ.: Κάναμε γυρίδα (= λοξοδρομήσαμε, κάμαμε στροφή). Πβ. ἀναγυρίδα 1. 3) Τὸ ἐξ ἰλίγγου προκαλούμενον αἴσθημα περιστροφῆς Μακεδ. (Δρυμ.): Γυρίδις ἔχου ᾿ς τοὺ κιφάλι μ᾿. Συνών. γύριση 3, φούρλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/