ἀπογόνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογόνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπογόνι τό, Ἤπ. Χίος -Λεξ. Γαζ. (λ. ἄμναμος) Βλαστ. Μ.Ἐγκυκλ. Πρω. ἀποόνι Καρπ. ἀπουγό’ Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπόγονος.
Σημασιολογία
1) Ἀπόγονος ἐν γένει, ἔγγονος, δισέγγονος κτλ. Ἤπ. Χίος -Λεξ. Γαζ.: Εὐτὸς εἶναι τ’ ἀπογόνι τοῦ δεῖνα Χίος Αὐτὸς ἔχει κιˬ ἀπογόνιˬα Ἤπ. 2) Τὸ τελευταῖον, τὸ ὑστερο γενὲς τέκνον Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) -Λεξ. Βλαστ. Μ. ᾽Εγκυκλ. Πρω. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι. 3) Ὁ ἀποκληρωθεὶς ὑπὸ τῶν γονέων τῆς κληρονομικῆς του περιουσίας Κάρπ.: Ἀποόνι τὸν ἤκαμε. Συνών. ἀπόγονος 2, ἀπόπαιδο. Πβ. ἀπόγραφος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA