γυριζοβολῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυριζοβολῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυριζοβολῶ ἀμάρτ. γυρνοβολῶ πολλαχ. γυρνουβουλῶ Τῆν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυρίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γυρνῶ, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –βολῶ, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 243 κἑξ.
Σημασιολογία
Περιφέρομαι τῆδε κἀκεῖσε πολλαχ.: Γυρνοβολάει ὧρες ᾿ς τὴ ρούγα σὰν τὸ χασαπόσκυλλο (ρούγα= γειρονιὰ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γυρνοβολάει ᾿ς τὴ γειτονιˬὰ Λεξ. Δημητρ. Τ᾿ ἀρέσ᾿ νὰ γυρνουβουλᾷ κὶ νὰ μὴ πάῃ νὰ δ᾿λέψ᾿ Τῆν. || Ποίημ. Ὁ κυνηγάρης ἀιτὸς γυρνοβολοῦσε ἀπάνω Π. Βλαστ., Ἀργώ, 87.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA