γυρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυρίζω κοιν. καὶ Καλαβρ. (Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Πόντ. γυρίζ-ζω Καλαβρ. (Βουν. Ρουχούδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Κῶς Νίσυρ. Ρόδ. Χίος κ.ἀ. γυρίdζω Καλαβρ. (Ἀμυγδαλ. Γαλλικ. Μπόβ.) γυρίτζω Σέριφ. Σίφν. Σύμ. κ.ἀ. γυρίντζω Ἀστυπ. Λέρ. Πάτμ. Χίος (Ἅγιος Γεώργ.) κ.ἀ. γυρίζου βόρ. ἰδιώμ. γυρίζ-ζου Εὔβ. (Κουρ.) γυρίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) gυρίdζω Καλαβρ. ᾿υρίζω Καππ. (Φάρασ.) Κάρπ. Κάσ. Κύπρ. Μακεδ. (Ἄσσηρ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κινίδ. Φιλότ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Χάλκ. Χίος ᾿υρίζ-ζω Κάλυμν. Μεγίστ. ᾿υρίτζω Σύμ. γερίζω Ἄνδρ. γερίζου Τῆν. γιˬουρίζω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Γελίν. Τρίκκ.) γιˬουρίdζω Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτ. Μαρτιν. Σολέτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) ἐγιˬουρίdζω Ἀπουλ. (Μαρτ.) gιˬουρίdζω Ἀπουλ. (Καστριν.) κιˬουρίdζω Ἀπουλ. (Καστριν. Μαρτιν.) γυΐζω Θρᾴκ. (Καλλίπ.) γυΐζου Σαμόθρ. γυζίζου Σαμοθρ. γυρίζω ᾿μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬουζίζουρ. ἔνι Τσακων. δυρίζω Χάλκ. γυρνάω σύνηθ. γυρνάου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γερνάω Καππ. γερνάου Μακεδ. (Βόιον Σισάν.) γυρνῶ Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. κ.ἀ.) Ἰκαρ. Μακεδ. (Βελβ.)-Λεξ. Περίδ. Βυζ. ᾿υρνῶ Μακεδ. (Βελβ. Κοζ. Σιάτ.) γερνῶ Μακεδ. (Σισάν.) Ἀόρ. ἐγύριξα Πόντ. (Τραπ.) ἐγύρ᾿σα Πόντ. (Τραπ.) ἐγύρτσα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἐγύριˬα Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) γύρικα Εὔβ. (Κύμ.) γιˬούρικα Μέγαρ. γύρ᾿σα Καππ. (Οὐλαγ.) Προπ. (Κύζ.) ᾿ύρ᾿σα Καππ. (Τελμ.) ᾿ύρ᾿τσα Καππ. (Φάρασ.) Ὑποτακτ. γυρίω Ἰκαρ. Χίος Προστ. γύρα Κρήτ. Κύθηρ. Ἀόρ. γύριε Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) gύριε Καλαβρ. (Μπόβ.) γιˬούρισο Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) Πληθ. γυράστε Καλαβρ. (Μπόβ.) Μετοχ. γυρίζοντα Πελοπν. (Λεντεκ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Ποταμ. κ.ἀ.) Τῆλ. γυρίdζοντα Καλαβρ. (Ἀμυγδαλ. Γαλλικ. Μπόβ.) γιουρίdζονdτα Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) γυριζῶντας Θρᾴκ. γυρίζοντας Πελοπν. (Κοντοβάζαιν.) γυρίσοdα Σέριφ. γυρισόντα Κύπρ. γυρνιˬῶντας Μακεδ. (Βόιον) γυρνοῦντας Θρᾴκ. Μέσ. καὶ παθ. γυρίζουμαι Καππ. (Ἀραβάν.) γυρίζουμι Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Μύτικ. Σπάρτ. κ.ἀ.) ᾿υρίζομαι Καππ. (Τελμ.) γυρίουμαι Πόντ. γυρίσκουμαι Πόντ. ᾿υρίσκουμαι Καππ. (Ἀραβάν.) γυριˬοῦμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. γυρνιˬοῦμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἀόρ. ἐγυρίγα Πόντ. ἐγύρια Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) γυρίστα Καππ. (Φλογ.) ᾿υρίστα Καππ. (Φάρασ.) ᾿υρίτα Καππ. (Τελμ.) ἐγυρίστηνα Καλαβρ. (Μπόβ.) γ΄ πρόσ. ἐγυρίστεν Πόντ. Προστ. ᾿υρίστου Καππ. (Τελμ.) β΄ πληθ. γυριστάτε Καλαβρ. (Μπόβ.) Μετοχ. γυριζάμενος Ρόδ. γυριμένο Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) gυριμ-μένο Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γυρίζω. Ὁ τύπ. γυρνῶ ἐκ τοῦ ἀορ. ἐγύρισα κατὰ τὰ ἐκέρασα-κερνῶ, ἐξέρασα-ξερνῶ, ἐχάλασα-χαλνῶ κ.ἄ. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 292. Οἱ τύπ. gυρίdζω καὶ gιˬουρίdζω ἐξ ἐπιδράσεως τοῦ τελικοῦ ν εἰς συνεκφοράν.

Σημασιολογία

Α) Ἀμτβ. 1) Ἐνεργ. καὶ μὲσ. Περιστρέφομαι κοιν. καὶ Καλαβρ. (Βουν. Μποβ. κ.ἀ.): Γυρίζει ὁ μύλος- ἡ σβούρα- ἡ ἀνέμη- ὁ ἄξονας- ὁ τροχὸς κοιν. Μοῦ φαίνεται πὼς γυρίζει τὸ σπίτι- ὁ κόσμος. Γυρίζει τὸ κεφάλι μου (ἐπὶ ἰλιγγιῶντος) κοιν. Μοῦ γυρίζ-ζ᾿ ἡ τσεφαλὴ (μοῦ στριφογυρίζει τὸ μυαλὸ) Βουν. Γύριζα ὅλη νύχτα μέσ᾿ ᾿ς τὰ ροῦχα καὶ δὲ μπόρεσε νὰ μὲ πάρῃ ὀ ὕπνος. Γυρίζβ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο πλερό. Δὲ γυρίζει τὸ κλειδὶ ᾿ς τὴν κλειδαριˬὰ κοιν. Γυρίσ᾿κα, γυρίσ᾿κα, δὲ bόρ᾿σα νὰ κοιμηθῶ Μακεδ. (Κοζ.) || Φρ. Γυρίζει σὰν ἀνεμοδούρα- σὰν ἀνεμόμυλος- σὰν ἀνέμη (ἐπὶ εὐμεταβόλου) κοιν. Μεσ᾿ ᾿ς τὸ μυαλό μου γυρίζει καὶ δὲ μπορῶ νὰ τὸ θυμηθῶ (ἐπ᾿ ἀμνησίας γνωστῆς λέξεως ἢ ὀνόματος) κοιν. ᾿Σ τὸ στόμα μου γυρνάει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μύκ. ᾿Σ τὴ γλῶσσα μου γυρίζει (συνών μὲ τὴν προηγουμ.) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 4, 49. ᾿Σ τὴ γλῶσσα μου γυρίζεται (συνών. μὲ τὴν πρηγουμ.) Πελοπν. (Δημητσ.) Γυρίζει σὰν φουριˬάρικο ἄλογο (ἐπὶ σπεύδοντος) Ἀθῆν. || Παροιμ. Ὁ κόσμος εἶναι σφαῖρα καὶ γυρίζει (ἀσταθῆ τὰ ἀνθρώπινα) κοιν. Θὰ γυρίσῃ ὁ τροχὸς | νὰ γλεντήσῃ κιˬ ὁ φτωχὸς (τὴν δυστυχίαν θὰ διαδεχθῇ κάποτε ἡ εὐτυχία) Κρήτ. Θὰ γυρίσῃ ὁ τροχὸς | καὶ θὰ φάῃ κιˬ ὁ φτωχὸς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Ἂς γυρίζῃ ὁ μύλος κιˬ ἄς γρινιˬάζῃ ἡ γραῖα (πρὸ τοῦ ἐπιδιωκομένου σκοποῦ παραμερίζονται αἱ ἀντιδράσεις) Κύθηρ. || ᾌσμ. Ἀμέσως ἐσκοτίστηκεν, ἐχάθηκαν τὸ φῶς της, ἡ θάλασσα, ἐνόμιζεν, ἐγύρισεν ἐμπρός της Κύπρ. Ἐμεῖς ἐψές τοὺν εἴδαμε πέρα ᾿ς ἐκείν᾿ τὴ ράχη, εἶχαν ἀρνιˬά, ποὺ ψένουντο, κριάριˬα, ποὺ γυρνοῦντο Μακεδ. (Κοζ.) 2) Περιφέρομαι, περιοδεύω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) Τσακων.: Γυρίζει ὅλη τὴν ὥρα. Γυρίζει μέσ᾿ ᾿ς τοὺς δρόμους. Γυρίζει πάνω-κάτω. Ποῦ γύριζες πάλι σήμερα; κοιν. Γυρίζ-ζει μέραν-νύχταν ταί δουλ-λειˬὰδ δὲν gάμνει Κῶς. Γυρίζου, τρογυρίζου ᾿δῶ μέσα Σάμ. Σὰ σβούρα ᾿υρίζω ὅλη μέρα μέσ᾿ ᾿ς τὸ σπίτι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἅμα πεθάνῃ ἄνθρωπος, γιˬουρίζει σαράdα μέρες ἐλεύτερη ἡ ψυχή του Μέγαρ. Γιˬούρισε χῶρες τσαί χωριˬὰ αὐτόθ. Γύρ᾿σα οὕλου τοὺ dόπου, δὲ φάν᾿κι π᾿θινὰ Εὔβ. (Στρόπον.) Ἐγύρτσαμ᾿ καί ἐσέρεψαμ᾿ λουλούδιˬα ἀς σὸ τσαΐριν (ἐγυρίσαμε καὶ μαζέψαμε λουλούδια ἀπὸ τὸ λιβάδι) Πόντ. (Κερασ.) Ἔκ᾿ ἵκα τὸ καμπζὶ ὰν ἀγκαλία ᾿σι, τσ ἔνι γιˬουζίζει τἄσ᾿ ὰν τζία (ἐκρατοῦσε τὸ παιδὶ εἰς τὴν ἀγκαλιά της καὶ ἐγύριζε μέσα εἰς τὸ σπίτι) Τσακων. || Φρ. Γυρίζει σὰν τὴν ἄδικη κατάρα (ἀδιαλείπτως ὡς ἡ ἄδικος κατάρα, ἡ ὁποία περιτρέχουσα εἰς οὐδένα προσκολλᾶται) πολλα. Γυρίζει σὰν τοῦ Μπαμπία τ᾿ ἄλογο (ἐπὶ ἀσυδότου ἀτόμου) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γυρίζει σὰν τοῦ παππᾶ τὸ σκυλλὶ (ἐπὶ ἀέργων) Αἴγιν. Γυρίζει σὰν τὸ χασαπόσκυλλο (ἐπὶ ἀέργων οἱ ὁποῖοι ζοῦν παρασιτικῶς ἐκ τῆς βοηθείας τῶν ἄλλων) Πελοπν. (Τριφυλ.) κ.ἀ. Γυρίζ᾿ σὰν τοῦ ἔρ᾿μου βόιδ᾿ (ἀσκόπως) Σάμ. Γυρίζει σὰν τὸ φουρνάρικο ἄλογο (ἀπὸ οἰκίας εἰς οἰκίαν) Ἰθάκ. Νὰ λωλ-λαθ-θῇς καὶ νὰ γυρίζ-ζῃς τὰ ὄρη (ἀρὰ) Νίσυρ. || Παροιμ. Ὅπο͜ιος γυρίζει, μυρίζει (ὁ δραστήριος ἐξοικονομεῖ ἐπαρκῶς τὰ τοῦ βίου) Αἴγιν. Τοὺ κ᾿νάβ᾿ τοὺ γδ᾿τὸ γυρίζ᾿ ᾿ς τοὺ χουργιˬὸ (οὐδεμία σημασία δίδεται εἰς τὸν στερούμενον ἀξίας) Στερελλ. (Ἀχυρ.) || ᾌσμ. Γυρίζω ᾿δῶ, γυρίζω ᾿κεῖ, ἴσως καὶ σ᾿ ἀπαdήσω, γιὰ νὰ σοῦ πῶ τὸ bόνο μου, τὴ φλόγα μου νὰ σβήσω Κρήτ. Οὕλον τὸν gόσμο ἐγύρισα, δὲν ηὗρα νὰ μ᾿ ἀρέσῃ σὰν τὸ δικό σου τὸ κορμί, σὰν τὴ λιγνή σου μέση Κορσ. Ἥλιε μ᾿ κοσμογύριστε καὶ κοσμογυρισμένε, ὅλον τὸν κόσμον γύρισες κι ὅλον τὸν κόσμον εἶδες Χαλδ. Μιὰ βοσκοπούλα ὄμορφη ᾿ς τὶς ρεματιˬὲς γυρνάει, βοσκᾶ τὰ προβατάκιˬα της καὶ σιγοτραγουδάει Πελοπν. (Μεσσην.) 3) Περιέρχομαι ἐπαιτῶν Κίμωλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν. Σῦρ. Φολέγ. κ.ἀ.: Αὐτὸς πιˬὰ ἠγίνηκε τζητιˬᾶνος, γυρίτζει Σίφν. Γυρίζω ᾿ς τοῦ κόσμου τσὶ πόρτες Κίμωλ. || Φρ. Ὤ, ποὺ νὰ σὲ ᾿δῶ νὰ ᾿υρίζῃς ᾿ς τσὶ πόρτες τῶν ἀνθρώπω! (ἀρὰ) Ἀπύρανθ. 4) Κάμπτομαι, λυγίζω κοιν. καὶ Πόντ.: Γύρισε τὸ νύχι μου καὶ μπῆκε μέσ᾿ ᾿ς τὸ κρέας. Γύρισε τὸ καρφί. Γύρισε τὸ κολλάρο σου κοιν. Ἐγύρισαν τὰ λάχανα Ρόδ. Γυρίζουν οἱ φυλλάδες (φυλλάδα= κράμβη· ἀρχίζουν νὰ κάμπτωνται τὰ φύλλα τῶν κραμβῶν πρὸς τὰ ἔσω) Κρήτ. ᾿΄Υρισεν ἀπάνω ᾿ς τὰ ᾿όνατά του καὶ κοιμήθηκε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐγύρισε τῆ μαχαιρί τὸ στόμαν (ἠμβλύνθη ἡ μάχαιρα, ἐκάμφθη ἡ ἀκμὴ αὐτῆς) Πόντ. || Παροιμ. Τὸ παλιˬὸ δέντρο δύσκολα γυρνᾷ (αἱ παλαιαὶ συνήθειαι δυσκόλως ἀποβάλλονται) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ2., 313, 415. 5) Κλίνω, κάμνω στροφὴν κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Στερνατ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.): Γυρίζει ὁ ἥλιˬος- ὁ δρόμος- τὸ ποτάμι- κοιν. Ὁ ἥλ-λιˬο γυρίdζει (ὁ ἥλιος δύει) Μπόβ. Ἅμα γυρίσῃ ὁ ἥλιˬος, νά ᾿ρτῃς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἅμα φτάσῃς ᾿ς τὴν πλατεῖα, γύρισε δεξιὰ Ἀθῆν. || Φρ. Γύρισε νοτιˬάς. Γύρισε ᾿ς τὸ βοριˬὰ (ἐπὶ ἀλλαγῆς κατευθύνσεως τοῦ ἀνέμου) κοιν. ᾿Ύρισε bάλι βοριˬὰς καὶ θὰ ρουφήξῃ τὸ νεράκι πού ᾿καμε χτὲς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐγύρισεν ἡ μέρα (βαίνει πρὸς τὴν δύσιν) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) || ᾎσμ. Τό ᾿να τοὺ πίνουν τοὺ ταχιˬά, τ᾿ ἄλλου τοὺ μεσημέρι, τοὺ τρίτου τοὺ φαρμακιρό, ὅντας γυρνάῃ οὑ ἥλιˬους Μακεδ. (Δεσπότ.) Ἡ σημ. ἤδη Βυζαντ. Πβ. «καθὼς γυρίζει ὁ ποταμὸς» εἰς Miklosich- Muller, Acta, 5.20. Συνών. στρίβω. 6) Κάμνω πλήρη κυκλικὴν στροφήν, ἐπανέρχομαι εἰς τὴν ἀφετηρίαν, ἐπὶ κινήσεως τῶν οὐρανίων σωμάτων, ἀνακυκλήσεως τῶν ἐτῶν κ.τ.τ. κοιν.: Γυρίζουν τὰ χρόνια. Γυρίζει τὸ φεγγάρι. Γύρισε καλοχρονιˬὰ κοιν. Τὴν bρώτη τοῦ Σεπτεβρίου γιˬουρίζει ὁ χρόνος Μέγαρ. Χάσ᾿ τοῦ φιγγαριˬοῦ εἶνι, ὅταν σώνιτι τοὺ φιγγάρ᾿ κὶ κουντεύ᾿ νὰ γυρίσ᾿ Θεσσ. (Τρίκερ.) Γιˬούρτιτσε πίσω ἡ γιˬ-ἁγία Τετράδα (συνεπληρώθη ἔτος) αὐτόθ. Ἅμα γυρίσ᾿ ὁ χρόνος (μετὰ πάροδον ἔτους) Κύνθ. Γύρ᾿σι τοὺ φιγγάρ᾿ (ἔγινε νέα σέληνη) Στερελλ. (Ἀράχ.) Ἐγύρισ᾿ ὁ χρόνος, τῆς τά ᾿χα δοσμένα (πρὶν παρέλθῃ χρόνος, εἶχα ἐπιστρέψει τὴν ὀφειλήν) Σίφν. || Φρ. Νὰ μὴτ τὸγ γυρίσῃ τὸ χρόνο (ἀρά, συνών. μὲ τήν νὰ μὴν τόνε βρῇ ὁ χρόνος) Κάρπ. || ᾎσμ. Παρηγορῶ τη τὴ gαρδιˬά, μὰ ὁ πόνος εἶναι πόνος, καὶ δὰ τὴ χάσω τὴ ζωή, πρὶ νὰ γυρίσῃ ὁ χρόνος (δὰ= θὰ) Κρήτ. Πβ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας Ὁμ. Ὁδ. α 16 «περιπλομένων ἐνιαυτῶν». β) Μεταφ., ἀναστρέφομαι, ἐπὶ ὀφθαλμῶν κοιν. καὶ Τσακων.: Ξαφνικὰ γυρίσανε τὰ μάτιˬα του κ᾿ ἔπεσε ξερὸς κοιν.: Ἐγιˬουίαϊ οἱ ψιλοί σι ὸν ἀούκικα ἀπὸ τὰν κεῖνα (ἐγύρισαν οἱ ὀφθαλμοί του πρὸς τὸν τράχηλον, ἀνεστράφησαν ἕνεκα πείνης) Τσακων. γ) Ἐπὶ ζώων ἐπανέρχονται εἰς περίοδον ὀχείας Κύπρ. Πελοπν. (Τριφυλ.): Τὰ πρόβατά μου μαρκαληθήκανε καὶ δὲν πιˬάσανε, καὶ τώρα μὲ τὸ φεγγάρι γυρίσανε πάλι (τὰ πρόβατά μου ὠχεύθησαν καὶ δὲν ἐγονιμοποιήθησαν, καὶ μὲ τὴν νέαν σελήνην εὑρίσκονται εἰς νέον σεξουαλικὸν ὀργασμὸν) Τριφυλ. || Παροιμ. Ἡ γαδάρα ἁνdὰγ- γυρίσῃ, θωρεῖ τὸγ γάδαρον ἂν ἔγ᾿ κόνdρης (= πληγωμένος· προσέχει τις εἰς τὰς λεπτομερείας μετὰ ψυχραιμοτέραν σκέψιν) Κύπρ. 7) Ἐπιστρέφω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Μαρτιν. Στερνατ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Ἀμυγδαλ. Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ. κ.ἀ.): Πῆγε καὶ γύρισε. Γύρισαν τὰ παιδιˬὰ ἀπὸ τὴν ἐκδρομή. Πῆγε νιˬὸς καὶ γύρισε γέρος. Γύρισε ἄπρακτος κοιν. Ὅταν πῆγα ᾿ς τὸ σπίτι του, δὲν ἤτανε γυρισμένος ἀκόμη Ἀθῆν. Γυρνῶντας ἔφτε͜ιαναν φαΐ κ᾿ ἔτρουγαν Μακεδ. (Βόιον). Γιˬουρίdζω τοῦ Χριστοῦ (θὰ ἐπιστρέψω τὰ Χριστούγεννα) Μαρτ. Ἰπάω τσαὶ γιˬουρίdζω (ἰπάω= θὰ ὑπάγω) Στερνατ. Εἶχε γιˬουρίσοντα (εἶχεν ἐπιστρέψει) Ἀπουλ. Ἐν gιˬουρίdζει πλέο (δὲν θὰ ἐπιστρέψῃ πλέον) Μπόβ. Γιˬουράστε (ἐπιστρέψατε) αὐτόθ. Ἐγιˬάηνα ᾿ς τὴν gάτσια τσ᾿ ἐγύρια μεσημέρι (= ἐπῆγα εἰς τὸ κυνήγι καὶ ἐπέστρεψα μεσημέρι) Χωρίο Ροχούδ. || Φρ. Ὅσο νὰ πᾷς καὶ νὰ γυρίσῃς (τάχιστα) Ζάκ. κ.ἀ. Ἀπὸ θανάτου ἐγύριξεν (παρ᾿ ὀλίγον νὰ ἀποθάνῃ) Τραπ. Ἐγύρισε ᾿πὸ τὸν κάτου κόσμου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Μὲ τὸ καλὸ νὰ γυρίσῃς! (εὐχή). Νὰ πᾴς καὶ νὰ μὴ γυρίσῃς! (ἀρὰ) κοιν. || Παροιμ. Τότε ποὺ πήγαινες ἐσύ, ἐγώ ᾿γύριζα (πρὸς ἀποπειρώμενον νὰ μᾶς ἀπατήσῃ) κοιν. Βάζει, βάζει τοὺ σκυλλάκιν, ἀμ᾿ γυείννει πάι κὶ τρώει τοὺ κουαλάκιν (βάζει= ὑλακτεῖ· ἐπὶ τῶν ζητούντων μὲν κατ᾿ ἀρχὰς πολλά, ἀρκουμένων δὲ τέλος εἰς τὰ ἐλάχιστα) Λυκ. (Λιβύσσ.) Νὰ γυρίσῃ θέλει καὶ τοῦ βοσκοῦ τὸ γάλα (κάποτε θὰ ἀνακουφισθοῦν οἱ δυστυχοῦντες) Κρήτ. || ᾌσμ. Ὁ ἔρωτάς σου ἔμ᾿ bολὺς καὶ γύρισα μετά σου κ᾿ ἔδησέμ με μὲ ἅλυσον καὶ φέρνει με κονdά σου Κύπρ. Χελιδόνι γύρισε, | καλοκαίρι μύρισε! Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Συνών. διˬαγέρνω. Ἀντίθ. ἀναχωρῶ, φεύγω. β) Ἐπὶ ἐγγάλων ζώων, διακόπτεται, στειρεύει τὸ γάλα των Εὔβ. (Στρόπον.) Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) κ.ἀ.: Θὰ σ᾿γκαῇ ἡ γίδα κὶ θὰ γυρίσ᾿ τοὺ γάλα τ᾿ς, θὰ στιρφέψ᾿ Στρόπον. Τηνὲ βιστηρίξανε τὴ γυναῖκα καὶ γύρισε τὸ γάλα τζη (βιστηρίξανε= προσεβλήθη ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων) Κίσ. 8) Ἀνατρέπομαι κοιν. καὶ Πόντ.: Γύρισε τὸ ποτήρι καὶ χύθηκε τὸ νερὸ κοιν. Ἡ φελούκα ἐγύριξεν (ἡ λέμβος ἀνετράπη) Πόντ. Τοὺ πιδὶ γυρίζ᾿ ἀνάπουδα (εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του) Σάμ. || Φρ. Ἐγύρισ᾿ ἡ καρδιˬά μου (μεταφ., ἀηδίασα πρὸς ἔμετον) Πελοπν. (Δημητσάν.) || ᾎσμ. Κομμάτιˬα κιˬ ἄν μὲ κάνουνε σὰν τὸ μακεδονήσι, δὲ θὰ σὲ λησμονήσω ᾿γώ, ποὺ ὁ κόσμος νὰ γυρίσῃ Πελοπν. (Γορτυν.) 9) Μεταβάλλομαι, μεταμορφοῦμαι, ἀλλάσσω γνώμην πολλαχ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτ. Μαρτιν. Στερνατ.): Ἦταν ἀναρχικὸς καὶ γύρισε Ἀθῆν. Ὁλημερὶς τσῆ μέρας νὰ τὸν ἀρμηνεύγῃ, δὲ ᾿υρίζει ἀποκεῖ ποὺ ξέρει Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γιˬὰ σένα ἐγιˬούρισα φτεχὸ (γιὰ σένα κατήντησα πτωχὸς) Καλημ. Ὅλο τὸ γένο νὰ γιˬουρίσῃ ἀφίdιˬα τ᾿ ὅλα πάνου σὲ μένα, τί ᾿εμ᾿-μουτέω (ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ μεταμορφωθοῦν εἰς ὄφεις καὶ ὅλοι νὰ εἶναι ἐναντίον μου, δὲν μεταβάλλω γνώμην) αὐτόθ. Γύρ᾿σε νὰ βρέχῃ καὶ σφάλ᾿ξα τὸ παράθυρο (μετεβλήθη ὁ καιρὸς καὶ ἐτράπη πρὸς τὴν βροχὴν) Μακεδ. (Βόιον). || Φρ. Ἐγύρισε σὰν τὸ κουλούρι (μετέβαλε γνώμην) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γύρισαν τὰ μυˬαλά του (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἀθῆν. Γύρισαν τὰ πράματα (ἤλλαξεν ἡ πολιτικὴ κατάστασις) αὐτόθ. Δὲ γυρίζει τὸ κεφάλι του (δὲν μεταβάλλει γνώμην) πολλαχ. Ὅλα γύρισαν μὲ τὸ μέρος του Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ. β) Ἀλλάσσω θρήσκευμα, ἐθνικότητα σύνηθ.: Γύρισε Τοῦρκος Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. τούρκεψε. γ) Εἰς γ΄ πρόσωπ. ἐπὶ καρπῶν, χόρτων, ἐδάφους κ.τ.τ., μεταβάλλω κατάστασιν ἐξ ὑγρασίας Πελοπν. (Γαργαλ. Κορινθ. Μαργέλ. Οἰν. Παιδεμέν. Ποταμ. Σουδεν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Δὲ γύρ᾿σι οὑ καπνὸς νὰ τοὺν μάσουμι ἀπ᾿ τ᾿ς κριμάστρις (δὲν ὑγράνθη διὰ νὰ ἀλλάξῃ χρῶμα) Αἰτωλ. Γύρισ᾿ ὁ τόπος (ὑγράνθη ἡ γῆ) Οἰν. Ἐγύρισε τὸ γέννημα (ἐνοτίσθησαν τὰ δημητριακὰ) Σουδεν. Ἔρριξε δροὰ κ᾿ ἐγύρισε ὁ σανός ᾿ς τ᾿ ἁλώνι Μαργέλ. Ἐγύρισε ἡ σταφίδα ᾿ς τ᾿ ἁλώνι τώρα μὲ τὴ δροσὰ πού ᾿πεσε τσὶ κονταυγὲς (= τὰ ξημερώματα) Παιδεμέν. Ἐγύρισε τὸ ψωμὶ (ἔγινε μαλακώτερον) Γαργάλ. Συνών. λουρώνω. δ) Μεταφράζω, μεταγλωττίζω, ἐπὶ λόγου Κέρκ.: Αὐτὰ εἶναι Φράγκικα γυρισμένα ᾿ς τὸ Ἑλληνικό. ε) Ἐπὶ οἴνου, ἀλλοιοῦμαι, ἀλλάσσω χημικὴν σύστασιν Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτιν. Στερνατ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Κορινθ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) - Σ. Χασιώτ., Νέα Γεωπον. 6,7: Μοῦ γύρισε τὸ κρασὶ ᾿ς τὸ βαγένι καὶ μοῦ γίνηκε ξιδιˬὰς (= ξίνισε) Γαργαλ. Τὸ Μάρτη τὰ κρασιˬὰ γυρίζουν Κορινθ. ᾿ὸ κρασὶ ἦο τ-ταραμ-μένο τσ᾿ εἶχε γιˬουρίσοντα ἀτσίδι (= τὸ κρασὶ εἶχε ἀλλάξει τὴ χημική του σύνθεση καὶ εἶχε μεταβληθῆ σὲ ξίδι) Καλημ. Γυρισμένο κρασὶ Σ. Χασιώτ., ἔνθ᾿ ἀν. στ) Ἐπὶ ἀσθενοῦς, τρέπομαι ἐπὶ τὰ βελτίῳ ἢ ἐπὶ τὰ χείρω ἐνιαχ. καὶ Πόντ.: Γύρισεν ὁ ἄρρωστος (ἐτράπη πρὸς τὸ καλύτερον) κοιν. Ὁ κακᾶς ἐγύριξεν ᾿ς σὸ καλλίον (κακᾶς= ἀσθενὴς) Πόντ. Τὸ κρυολόημά τὰ πρὸς τὸ ζῆν, κατορθώνω νὰ ἀνταποκρίνωμαι εἰς τὰς βιοτικὰς ἀνάγκας Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Πῶς γυρίζεις; (πῶς κινεῖσαι οἰκονομικῶς) Ἤπ. Χαμό᾿εις λιφτά;- Γυρίζου, καηˬμένι! (Ἔχεις λίγα λεπτά; - Μόλις ἐξοικονομῶ τὰς ἀνάγκας μου!) Αἰτωλ. Β) Μετβ. 1) Κινῶ τι κυκλικῶς, περιστρέφω τι κοιν. καὶ Πόντ. Τσακων. (Χαβουτσ.) Γυρίζω τὸν τροχὸ- τὴν ἀνέμη- τὸ χειρόμυλο- τὴ σούβλα- τὸ μάγγανο. Γύρισε τὸ πόμολο. Γύρνα τὸ κλειδὶ δυˬὸ φορὲς ν᾿ ἀνοίξῃς κοιν. Ἀγέρας γυρνάει τὴ φουρφούλα (= χάρτινο ἀνεμόμυλο) Μακεδ. (Καστορ.) Γυρίdζω τὸμ μύλο Σύμ. κ.ἀ. Τοῦ λύθ᾿τσ᾿ ὁ ἀφαλός, νὰν τὸν γυρίσωμ᾿ Στερελλ. (Δεσφ.) Μ᾿ ἔβαν᾿ οὑ πατέρας ιμ᾿ κὶ γύρ᾿ζα τὴ σούβλα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γυρίζω ᾿μα τὸ γάλα (περιστρέφω τὸ ἐντὸς τῆς κάδης γάλα διὰ νὰ ἀφαιρέσω τὸ βούτυρον) Χαβουστ. || Φρ. Δὲν τοὺ γυρνάου τοὺ σαμάρ᾿ ᾿ς τὴν κ᾿λιˬά (δὲν χάνω τὴν ἀξιοπρέπειάν μου) Στερελλ. (Γραν.) β) Ἀλέθω Ζάκ. : Παροιμ. Ὁ κῆπος κάνει τὰ κουκκιˬὰ κιˬ ὁ μύλος τὰ γυρίζει (ἕκαστος ἐφ᾿ ᾦ ἐτάχθη). γ) Κινηματογραφῶ κοιν.: Γυρίζουν ταινία ᾿ς τὴν Ἀκαδημία. 2) Περιφέρω κοιν. : Τὸν πῆρε καὶ τὸν γύρισε παντοῦ. Πᾶρ᾿ τὸ παιδὶ καὶ γύρισέ το λίγο, νὰ μὴ γκρινιˬάζῃ κοιν. Δὲν ἔχει ὁ παππᾶς παιδιˬὰ νὰ γυρίσῃ τ᾿ ἅγιˬα Σέριφ. Ὅλες τὶς μέρες θὰ σέ ᾿υρίζω Νάξ. (Φιλότ.) Τὸν ἤπηρε gαὶ τὸν ἐΰρισεν ὅο dὸ σπίτι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δυὸ βολὲς τὸ χρόνο ᾿υρίζουν dὴ Μεγαόχαρη (λιτανεύουν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας) αὐτόθ. Πᾶρε τὸ παιὶν ταὶ γύρισέ το μνιὰ ᾿ουλ-λιˬάν, νὰ μερώσῃ (μνιˬὰ ᾿ουλ-λιˬὰν= μιὰ γουλιά, ὀλίγον) Κῶς. || ᾎσμ. Ὅλd ον dὸν gόζμομ bά᾿τε με, τσ᾿ ὅλd ογ γυρίσετέ με Λέρ. β) Ἐναλλάσσω, φέρω τὸ ἕνα ἀντικείμενον είς τὴν θέσιν τοῦ ἄλλου καὶ τἀνάπαλιν Σέριφ. : Τώρα θὰ γυρίσῃ τὰ στέφανα ὁ κουμπάρος. || ᾎσμ. Παππᾶ, γιˬὰ ματασήμανε, παππᾶ γιˬὰ ματαψάλε, καὶ γύρισε τὰ στέφανα καὶ βάλ᾿ τα ᾿ς τὴν κουμπάρα Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., 119. 3) Ἀποδίδω κἄτι, ἐπαναφέρω κἄτι εἰς τὴν θέσιν του κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) : Θὰ σοῦ δανείσω τὸ βιβλίο, μὰ νὰ μοῦ τὸ γυρίσῃς σὲ λίγες μέρες κοιν. Δὲ τζ᾿ ἤρεσε gαὶ μοῦ τὸ ᾿ύρισεν ἀπίσω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νὰ τὸ γυρίσῃς πίσω τὸ κλεψιμιˬὸ Ἤπ. Πάαιν-νε νὰ γυρίσῃς τ᾿ ἀρνιˬὰ ᾿ς τὴμ μάνdρα Κῶς. || Φρ. Γυρίζω τὴν ἐπίσκεψη- τῆν καλημέρα- τὸ δάνειο- τὸ χρέος. Καλὸ παιδὶ, ὅ,τι νὰ τοῦ πῇς, δὲ σοῦ γυρίζει λόγο (δὲν ἀντιλέγει) κοιν. Γυρίζω τὸ καλὸ ποὺ μοῦ ᾿καμαν πολλαχ. Γυρίζου τοὺ δαχ᾿λίδ (διαλύω τοὺς ἀρραβῶνας) Μακεδ. (Μεσολακκ.) Τὸ ρ. ἐπὶ τῆς σημ. ταύτης καὶ εἰς ἔγγραφον τοῦ 1500. Γυρίζουν τὴ νύφη (ἐπαναφέρουν τὴν νύμφην εἰς τοὺς γονεῖς της τὴν ὀγδόην ἡμέραν άπὸ τοῦ γάμου) Θρᾴκ. (Αἶν.) Τοὺ γυρίζ᾿ ᾿ς τ᾿ν Παναΐα λάδ᾿ (εἰς ἔνδειξιν εὐγνωμοσύνης διὰ τὸ ἰαθὲν τέκνον της μὲ τὴν μεσιτείαν τὴς Θεοτόκου) Στερελλ. (Αἰτωλ.) 4) Στρέφω κἄτι πρὸς ἄλλην κατεύθυνσιν κοιν. καὶ Τσακων. : Γυρίζω τὰ μάτιˬα- τὸ πρόσωπο- τὸ τιμόνι. Γυρίζω τὸ μύλο ᾿ς τὸν καιρό. Πῆγα νὰ φύγω καὶ μ᾿ ἐγύρισαν πίσω κοιν. Γύρισε τὰ γίδια ᾿δῶθε Πελοπν. (Μεσσην.) Γύρισέ το ᾿ποτειὰ τὸ ζ-ζῶν νὰ μὴμ bὰῃ ᾿ς τὰ κακὰ (= ζημίας εἰς ἀγροὺς) Κῶς. Κόβω αὐλακιὲς καὶ γυρίντζω τὰ νερὰ Πατμ. Πάω νά ᾿υρίσω τὸ νερό, νὰ ποτίσω τὰ φασοάκια Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Φρ. Γυρίζω τὴν πλάτη-τὰ ὀπίσθια (περιφρονῶ) κοιν. Γυρίζω νεκρικὰ τὸν ἄρρωστο (τοποθετῶ τὸν ψυχορραγοῦντα οὕτως, ὥστε νὰ βλέπῃ πρὸς ἀνατολάς) Σύμ. κ.ἀ. Τοὺ γυρνάει τοὺ τζά᾿ (στρέφει τὸν καπνὸν πρὸς ἄλλην κατεύθυνσιν) Μακεδ. (Βλάστ.) Γυρίζει τὸ βιβλίο κιˬ ἀξανοίει τ᾿ ἁγιάκιˬα (= φυλλομετρεῖ τὸ βιβλίον καὶ βλέπει τὰς εἰκόνας) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Παροιμ. Τὰ λόγιˬα γυρίζουν ποτάμιˬα (αἱ συκοφαντίαι δύνανται νὰ προκαλέσουν ἀπροσδόκητα δεινὰ) Πέλον. (Ἀνδρίτσ. Κόκκιν. Παππούλ.) 5) Ἀναστρέφω, ἀνατρέπω κἄτι κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.) : Γυρίζω τὰ ψάριˬα ᾿ς τὸ τηγάνι - τὸ ψητό ᾿ς τὸ φοῦρνο - τὴ μπριζόλα ᾿ς τὴ σκάρα. Πῆγα τὸ κουστούμι μου ᾿ς τὸ ράφτη νὰ τὸ γυρίσῃ κοιν. Γυρίντζω τὴμ μυντζήθρα ἀπὸ τὸ τυροβόλι Λέρ. Γυρίζω τὴ σταφίδα (διὰ νὰ ξηρανθῇ καὶ ἀπὸ τὰς δύο πλευρὰς) Ἰων. (Κρήν.) Πελοπν. (Αἴγ. Γαργαλ. Κόρινθ.) Γυρίζω τὰ σῦκα ᾿ς τ᾿ ἁλώνι (ὁμοίως διὰ νὰ ξηρανθοῦν καὶ ἀπὸ τὰς δύο πλευρὰς) Πελοπν. (Μαργέλ.) Γυρίζω τὸ γδουρᾶ (ἀναστρέφω, ἀλλάσσω ὄψιν τοῦ δέρματος, εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν βυρσοδεψῶν) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Γυρίζω τ᾿ ἀστάχυˬα μὲ τὸ διχάλι Κύθηρ. Βγάλε τ᾿ ἄλογα νὰ γυρίσουμε τ᾿ ἁλώνι Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬούισε τὸν ἄντε, τὰν κία (ἀνάστρεφε τὸ ψωμί, τὴν πίτταν) Μέλαν. Ἐγύρ᾿τσα τὸ ποτήρ᾿ Πόντ. Ἐγύρ᾿τσα τὰ κάλτας τ᾿ ἔξ᾿ ἀπέσ᾿ αὐτόθ. || Παροιμ. Γυρίζει τὰ ξεροτήγανα (χάνει ἀσκόπως τὸν καιρόν του) Ἰθάκ. Συνών. ἀνακατωγυρίζω, ἀνακολώνω Α3, *ἀνακουκουλλιˬάζω, *ἀνακουκουλλώνω, ἀναποδογυρίζω 1, μπατάρω. β) Ἐπισκευάζω, εἰς τὴν φρ. γυρίζω τὸ σπίτι, τὴ σκεπὴ - τὴ στέγη - τὰ κεραμίδιˬα Πελοπν. (Γαργαλ. Καρυὰ Κορινθ. Μεσσὴν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Κάθε χρόνο γυρίζω τὰ κεραμίδιˬα τοῦ σπιτιˬοῦ μου μοναχός μου Γαργαλ. Ἀπὸ βδομάδα θὰ γυρίσουμε τὴ σκεπὴ τοῦ σπιτιˬοῦ, γιˬὰ ν᾿ ἀλλάξουμε τὰ σπασμένα κεραμίδιˬα αὐτόθ. γ) Ἐξετάζω, ἐπιθεωρῶ κἄτι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : Ἐδιˬάηκε νὰ ᾿υρίσῃ τὰ σπαρμένα. Πάαινε, ᾿ύρισε τὴν ἐλιˬά. 6) Κάμπτω, καθιστῶ τι κυρτὸν κοιν.: Γυρίζω τὸ καρφὶ - τὴ βέργα - τὸ σύρμα - τὸ μαχαίρι κοιν. Ὅταν τὸ σκυλλὶ ἔχῃ τὴν οὐρά του γυρισμένη ᾿ς τὰ σκέλιˬα του, εἶναι λυσσασμένο Πελοπν. (Γαργαλ.) Γυρίζω τὸ ραβδὶ γιˬὰ νὰ φκε͜ιάσω μαγκούρα Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Γυρίντζεις τ᾿ ἀπόκλαδο τῆς ρίντζας σὲ μέρος ἀδε͜ιανὸ Σίφν. Γυρίζουμε τὰ κολλάρα, ὅταν εἶναι διπλᾶ Ἀθῆν. Γυρίζου τοὺ ροῦχου (στρέφω πρὸς τὰ ἔσω τὸ κράσπεδον ὑφάσματος, στριφώνω) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Γυρίζω τὸ χαρτόνι (κατὰ τὴν βιβλιοδέτησιν πρὸς κατασκευὴν τῆς ράχεως) Ἀθῆν. Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν χαλκουργῶν, γυρίζω τὶς σωλῆνες μὲ τὸ χαλκᾶ (= ἐργαλεῖον χρησιμεύων διὰ τὴν κύρτωσιν σωλήνων) Ἀθῆν. κ.ἀ. β) Παρακάμπτω, κάμπτω περί τι σημεῖον κοιν.: Ἅμα γυρίσῃς τὸν κάβο, θὰ βρῇς μεγάλο λιμάνι. Γύρισε τὴ γωνία τοῦ δρόμου κ᾿ ἐξαφανίστηκε κοιν. Συνών. καβαντζάρω. 7) Μεταστρέφω, μεταβάλλω κοιν. καὶ Πόντ. : Γυρίζει τὰ λόγιˬα του. Τοῦ γύρισε τὰ μυˬαλὰ - τὸ κεφάλι κοιν. Μίλα καθαρά, τί τὰ γυρίζεις; Ἀθῆν. Κεῖνα ποὺ μᾶς ἔλεγε χτὲς σήμερα οὕλα τὰ γύρισε Πελοπν. (Γαργαλ.) Τοὺ γύρ᾿σι τοὺ λόου τ᾿ (ἠθέτησε τὴν ὑπόσχεσίν του) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γυρίζω ἀς σὸν λόγο μ᾿ (ἀναιρῶ τὸν λόγον μου) Πόντ. Γυρίζου τοὺ λόγου μ᾿ πίσου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λέσβ. Πβ. τὸ κοιν. Παίρνω τὸ λόγο μου πίσω. Ἡ ἀλεποῦ, καθὼς ἀπηλοήθη τόσο ὄμορφα, γύρισε τὴν ἰδέα τοῦ δικαστῆ (ἐκ παραμυθ.) Μέγαρ. Ἐγύρισά του τὴν κεφαλή του Χίος (Καρδάμ.) Γυρίσανε τὴ μάννα (ἔπεισαν τὴ μάννα νὰ συγκατατεθῇ εἰς τὸν γάμον τοῦ τέκνου της) Κρήτ. Ἐνούνιζεν νὰ χτυπᾷ τὸ παιδί᾿ ἀτ᾿, κ᾿ ἐγὼ ἐγύρ᾿τσα ᾿τον (ἐσκέπτετο νὰ κτυπήσῃ τὸ παιδί, ἀλλ᾿ ἐγὼ τὸν ἀπέτρεψα) Πόντ. || Φρ. Γυρίζω τὸ τραγούδι (ἀλλάσσω μέλος) κοιν. Γύρισέ τονε Κααμαθιανὸ (μετάβαλε τὸν ρυθμὸν τοῦ χοροῦ εἰς τὸν χορὸν «Καλαματιανὸς» Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ γυρίζω ᾿ς τὸ γέλιˬο (μεταστρέφω τὸ σοβαρὸν εἰς γελοῖον) κοιν. Πβ. Θουκ. 6.35 «ἄλλοι δὲ καὶ πάνυ καταφρονοῦντες εἰς γέλωτα ἔτρεπον τὸ πρᾶγμα». Γυρίζω τὸ φύλλο (ἀλλάσσω τακτικὴν ἐπὶ τὰ χείρω) κοιν. || Παροιμ. Τὰ λόγιˬα γυρίζουν τὸν ἄνθρωπον κιˬ ἀέρας τὸ νερὸ (ἐπὶ τῶν εὐμεταπείστων) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 289.58. || ᾌσμ. Οἱ βλάχοι τοὺ γυρίσανε, | τὴν κόρη δὲν τὴ δίνουνε Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θὰ τὸ γυρίσω νὰ τὸ εἰπῶ κιˬ ἀλλιˬῶς τὸ μοιρολόι Ἰθάκ. ᾿Èτ -θέλω τὴν ἀγάπη τσου νὰ μοῦ τήνε χαρίντζῃς, γιˬατὶ μιλεῖς τὰ λόγιˬα σου τσ᾿ ὕστερο τὰ γυρίντζεις Ἀστυπ. β) Προσηλυτίζω τινὰ Κύπρ. Πόντ. (Τραπ.) Προπ. (Χηλ.) Ἐγύριτσα κ᾿ ἐποῖκα ᾿τον Ρωμαῖον (τὸν μετέπεισα καὶ τὸν ἔκαμα Χρισιτιανὸν) Τραπ. Ἐγύρ᾿τσεν κ᾿ ἐγέν᾿τον Τοῦρκος αὐτόθ. || ᾎσμ. Γύρισ᾿, Ὁβραιοπούλα, νὰ γένῃς Χριστιανή, νὰ λούζεσαι Σάββατο, ν’ ἀλλάζῃς Κεριˬεκὴ Χηλ. Μετοχ. γυρισμένος = ὁ ἀλλαξοπιστὴσας, ὁ ἐξωμότης Κρήτ. γ) Εἰς τὴν δημώδη ἐμπορικὴν γλῶσσαν, μεταβιβάζω συναλλαγματικήν, ἐπιταγὴν κ.τ.ὅ. κοιν.: Γυρὶζω τὴ συναλλαγματική. Ἐγύρισε τὸ τσέκι ᾿ς τ᾿ ὄνομά του κοιν. 8) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν γεωργῶν, ἐπαναλαμβάνω τὴν ἄροσιν ἀγροῦ Εὔβ. (Κουρ. Στρόπον.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Φθιῶτ.): Γυρίζ-ζου τὸ χωράφι Κουρ. Τὰ καλαμπόκιˬα τὰ γυρίζ᾿νε τρία χέριˬα (τοὺς ἀγροὺς διὰ σπορὰν ἀραβοσίτου ἀροτριοῦν τρεῖς φορὰς) Αἰτωλ. Ἅμα ἔν᾿ καλὸ τοὺ χουράφ᾿, τοὺ οὐργώνουμι, τοὺ γυρίζουμι κ᾿ ὕστιρα τοὺ σπέρνουμι Φθιῶτ. Συνών. διβολίζω, τριβολίζω. β) Ἐπανασπείρω ἀγρὸν ἀποτυχόντα κατὰ τὴν πρώτην σπορὰν Εὔβ. (Στρόπον.): Τά ᾿χαμι σπείρ᾿ κριθάρ᾿ κὶ πήγανι κὶ τὰ γύρ᾿σαν κὶ τά ᾿σπ᾿ραν ρόβ᾿. 9) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν σαπωνοποιῶν, τήκω ἐκ νέου τὸν σάπωνα, διὰ νὰ ἀφαιρέσω τὰς ἐν αὐτῷ ἀκαθαρσίας Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Κοντογόν. Μαργέλ Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. Τριφυλ. κ.ἀ.) : Γυρίζω τὸ σαπούνι Γαργαλ. Τὸ σαπούνι πού ᾿φκε͜ιασε ἔναι μουντὸ καὶ θὰν τὸ γυρίσω μάτα (μουντὸ = ὑπομέλαν, μάτα = ἐκ δευτέρου) Μαργέλ. 10) Ἐξοικονομῶ τὰ τοῦ βίου, διευθετῶ τὴν κατάστασιν Κεφαλλ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ.: Φρ. Τὰ γυρίζω (ἐξοικονομῶ τὰ τοῦ βίου). Συνών φρ. τὰ βολεύω, τὰ κουτσοβολεύω. Ἐκεῖνος γυρίζει ὅλο τὸ σπίτι Λεξ. Βυζ. Συνών. τὰ φέρνει βόλτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/