γυρινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυρινὸς ἐπίθ. ἐνιαχ. γυρ᾿νὸς Θεσσ. Θρᾴκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γῦρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ινός.
Σημασιολογία
1) Ὁ κατοικῶν εἰς τὰ πέριξ, ὁ περίοικος ἔνθ᾿ ἀν. Πβ. τριγυρινός. 2) Οὐδ. οὐσ. πληθ. οἱ περὶ ἡμᾶς Θρᾴκ. : Γνωμ. Ἕνας ἄνθρωπος κοιτάζ᾿ καὶ τὰ γυρ᾿νά του (ἐπὶ ἀνθρώπου πράττοντος κατ᾿ ἰδίαν κρίσιν καὶ μὴ ὑπολογίζοντος τὴν γνώμην τῶν ἄλλων). Ἠ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τῶν τύπ. Γυρ᾿νὰ ᾿Λῆμν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA