γυριˬολῆς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυριˬολῆς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γυριˬολῆς ἐπίθ. Θήρ. (Ἐπισκοπ. Γων. Οἴα) Θηλ. γυριˬολοῦ Θήρ. (Ἐπισκοπ. Γων. Οἴα) Οὐδ. γυριˬολήδικο Θηρ. (Ἐπισκοπ. Γων. Οἴα)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυριˬὸ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ –λῆς, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Μ. Φιλήντ., Γραμματ., 2, 457.

Σημασιολογία

Ὁ περιφερόμενος ἀσκόπως ἔνθ᾿ ἀν. : Βρέ, τὸ γυριˬολῆ! Θήρ. Αὐτὴ dὴ γυριˬολοῦ θὰ πᾷς νὰ πάρῃς; Θήρ. (Ἐπισκοπ.) Συνών. ἀπογυριστής, γυριστὴς 2, γυρουλᾶς, γυρουλιˬάρης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/