γυριˬολιζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυριˬολιζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυριˬολιζω Θήρ. (Ἐπισκοπ. Γων. Οἴα).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυριˬολῆς.

Σημασιολογία

Περιφέρομαι ἀσκόπως ἔνθ᾿ ἀν. : Ὅλη τὴν ἡμέρα γυριˬολίζεις καὶ τὸ βράδυ μοῦ κάνεις τὸ gουρασμένο Θήρ. (Ἐπισκοπ.) || Αἴνιγμ. Ὅλη μέρα γυριˬολίζει | τσαὶ τὴ νύχτα χασκαρίζει (τὸ ὑπόδημα) Θήρ. (Οἴα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/