γύρισμᾳ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γύρισμᾳ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γύρισμᾳ τό, κοιν. καὶ Καππ. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.) γύρ᾿ζμα βόρ. ἰδιώμ. γύριμ-μα Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) gύριμ-μα Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) ᾿ύρισμα Ἤπ. (Μαργαρ.) Κάρπ. Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γύισμα Σαμοθρ. γύρισμαν Κύπρ. (Μένοικ. Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. Πεδουλ. Πρόδρομ. Ριζοκάρπ. κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Χίος (Πισπιλ.) γιˬοῦρισμα Τσακων. (Μέλαν. Πραστ Τυρ.) γύριγμαν Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) γιούισμα Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.) γύρεμα Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γύρισμα. Διὰ τὴν ἀφομοίωσιν τοῦ σ: γύρισμα › γύριμ-μα βλ. G. Rohlfs, Gr. Stor., § 62. Ὁ τύπ. γύρισμαν καὶ εἰς Ἀχιλλ. στ. 1308 (ἔκδ. Hesseling, σ. 77).

Σημασιολογία

1) Περιστροφὴ κοιν. καὶ Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.) Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.): Τὸ γύρισμα τοῦ τροχοῦ - τῆς ἀνέμης - τοῦ μύλου - τῆς σβούρας κοιν. Πάνω ᾿ς τὸ γύρισμα dοῦ μύλου ἔσπασαν dρεῖς (ἐνῷ ἐγύριζεν ὁ μύλος) Κῶς. Μὲ τὰ γιˬουίσματά ντι ἐλιˬοῦτσε τὸ καμπζὶ (μὲ τὰς περιστροφάς σου ἐζαλίσθη τὸ παιδὶ) Μέλαν || Φρ. Ὑπὸ τὸν τύπ. τὸ γύρισμα τοῦ ἀφαλοῦ εἰς τὴν δημώδη ἰατρικὴν ἡ θεραπεία τῆς λύσεως, ὡς νομίζεται, τοῦ ὀμφαλοῦ διὰ περιστροφῆς αὐτοῦ διὰ τοῦ δείκτου τῆς δεξιᾶς χειρὸς πολλαχ. Συνών. τυλίξιμο. β) Ἡ στροφὴ κατὰ τὴν ὄρχησιν Κρὴτ. κ.ἀ. γ) Κατὰ πληθ., παιδιά, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παῖδες, πλὴττοντες διὰ τῆς παλάμης των ἐλαστικὴν σφαῖραν, στρέφονται περὶ ἑαυτούς, μέχρις ὅτου ἀναπηδὴσῃ αὕτη ἐκ τοῦ ἐδάφους καὶ πλὴξωσιν αὐτὴν ἐκ νέου Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) δ) Ἡ κινηματογράφὴσις ἔργου σύνηθ.: Τὸ γύρισμα τῆς ταινίας ἔγινε ᾿ς τὸν Πειραιᾶ. ε) Ἡ ἐπανάληψις στροφῆς, ἄσματος Σκῦρ. κ.ά.-Λεξ. Ἠπίτ. στ) Ὁ ἐπῳδὸς στίχος, ὡς ἐπαναλαμβανόμενος Ἤπ. (Τσαμαντ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Φθιῶτ.) - Νουμᾶς 116,6 - Λεξ. Ἠπίτ. Περίδ. : Δὲν ἔ᾿ καλὸ γύρ᾿ζμα αὐτὸ τὸ τραγούδ᾿ Αἰτωλ. Φθιῶτ. Συνών. τσάκισμα. 2) Ἡ ἄσκοπος περιφορά κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Ἄφησε τὰ γυρίσματα ᾿ς τοὺς δρόμους καὶ στρώσου ᾿ς τὴ δουλε͜ιὰ κοιν. Ἀτὰ τὰ γυρίσματα ᾿κ ἀγαπῶ ἀτα (δὲν μοῦ ἀρέσουν αὐτὰ τὰ τριγυρίσματα) Οἰν. 3) Ἡ περιφορὰ ἱερᾶς εἰκόνος, ἡ λιτάνευσις Νίσυρ. 4) Ἡ περιοδικὴ ἐπάνοδος τοῦ χρόνου Αἴγιν. Βιθυν. (Κατιρ.) Ἤπ. Ἴος Κάρπ. Κάσ. Κρὴτ. Κύθηρ. Κύθν. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Κύζ.) : ᾿Σ τὸ ᾿ύρισμα τοῦ χρόνου θὰ βγάλῃ τὰ μαῦρα Ἀπύρανθ. || Φρ. Γύρισμα χρόνου (κατὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος) Ἰνέπ. Χρόνου γύρισμα (ἐπὶ ἐργασίας συνεχιζομένης ἐπὶ πολλὰ ἔτη) Κύθηρ. Γύρισμα χρόνου ἠθυμήθη τὸ πουλλὶ τὴν εὐεργεσία (μετὰ ἕν ἔτος) Ἴος. 5) Ἡ ἐν τῇ παρόδῳ τοῦ χρόνου μεταβολὴ καταστάσεως Αἴγιν. Ἤπ. Κάρπ. Κάσ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Κρήτ. Πόντ. (Κύζ.) κ.ἀ. || Παροιμ. Ἔχ᾿ ὁ Θεὸς γυρίσματα, | νὰ βγαίνουν τὰ χαρίσματα (ὁ χρόνος θὰ φέρῃ τὴν ἱκανοποίησιν εἰς τὰς ἐπιδιώξεις) Κύζ. Πβ. Γλυκᾶ στ. 368. «τὰ βόλια γυρισθῆν ἔχουν» ΒΖ 7 (1898), 163. Ἔχει ὁ Θεὸς γυρίσματα, | νὰ πληρωθοῦν τὰ πείσματα (θὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τῆς ἐκδικήσεως) Ἤπ. Πβ. Κ. Δ. Παύλ., Ἐπιστ. Ρωμ. 12, 19 «ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος». || ᾌσμ. Ἔχει ὁ Θεὸς γυρίσματα κ᾿ οἱ μῆνες μερονύχτιˬα καὶ τὰ ψαράκιˬα τοῦ γιˬαλοῦ πιˬάνουνται μὲ τὰ δίχτυˬα Αἴγιν. Ἔ᾿ ὁ κιρὸς γυρίσματα κ᾿ οἱ μῆνις μηνουλόγιˬα κὶ τὰ ψαράκιˬα τοῦ γιˬαλ-λοῦ πιˬάν-νουντιν μὶ τὰ λόγιˬα Λιβύσσ. Ἔχει ὁ Θεὸς γυρίσματα, νὰ γιˬάνουν dὰ φτερά μου καὶ νὰ γυρίσω καὶ νὰ βρῶ πάλι τὰ πρωτινά μου Κρήτ. Πβ. τὸ Ὁμηρ. α 16 «περιπλομένων ἐνιαυτῶν» καὶ Ἀριστοτ., Φυσικ. ἀκροασ. 223b 25 «φασὶ... κύκλον εἶναι τὰ ἀνθρώπινα πράγματα». 6) Ἐπιστροφή, ἐπάνοδος σύνηθ. καὶ Καππ. Καλαβρ. (Γαλλικ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): ᾿Σ τοὺ γύρ᾿ζμα ποὺ γύρ᾿ζαν, νύχτουσι κὶ δὲ γύρ᾿σαν ᾿ς τοὺ χουριˬὸ Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.) ᾿Σ τὸ γύριμ-μα, πρίτα ν᾿ ἀριβέσ-σου ᾿ς τὸ Χωρίο Ροχούδι (πρίτα ν᾿ ἀριβέσ-σου= πρὶν φθάσουν) Γαλλικ. ᾿Σ τὸ γύρισμα νὰ μ᾿ φέρετε τσιγάρα Χαβουτσ. Καλὰ διˬάφορα τσαὶ καλὸγ-γύρισμα! (καλὰ κέρδη καὶ καλὴν ἐπάνοδον· εὐχὴ) Κάρπ. Καλὰ γυρίσματα ! (εὐχὴ) Μακεδ. (Θεσσαλον.) || ᾎσμ. Πουλλάκι, κάμε γύρισμα, πουλλάκι, ἔλα πίσου Εὔβ. (Κουρ.) Συνών. γυρισμὸς 1. β) Κατὰ πληθ., ἡ ἐπίσκεψις τῆς νύμφης εἰς τὴν πατρικὴν οἰκίαν τὴν ὀγδόην ἀπὸ τοῦ γάμου ἡμέραν πολλαχ. : Σὶ οὐχτὼ μέρ᾿ς μιτὰ κάνουν οἱ νιˬουγάμπροι τὰ γυρίσματα ᾿ς τοῦ πατέρα ἀπ᾿ τ᾿ νύφ᾿ Μακεδ. (Βρία). Συνών. ἐπιστρόφιˬα. γ) Ἡ ἀπόδοσις κτημάτων ἢ ἄλλου πράγματος δανειζομένου Στερελλ. (Μύτικ. Σπάρτ κ.ἀ.) 7) Ὁ ἐκ νέου σεξουαλικὸς ὀργασμὸς τῶν αἰγοπροβάτων ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὸν πρῶτον Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ. Ρόιδ.) Πελοπν. (Τριφυλ.) κ.ἀ. : Ἐφέτο τὸ γύρισμα τοῦ bροβατῶνε ἦταν ἄλλο πρᾶμα. Γυρίσανε κάπου δέκα πρόβατα ποὺ τὰ λέγαμε πὼς εἶναι gαστρωμένα Μαχαιρᾶδ. Ρόιδ. 8) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ραπτῶν, ἡ ραφὴ ὑφάσματος εἰς τὴν ἑτέραν ὄψιν του λόγῳ παλαιώσεως τῆς προσθίας πολλαχ.: Τὸ κουστούμι σου θέλει γύρισμα κοιν. 9) Ἡ ἀποστροφὴ, τὸ ἀναποδογύρισμα Ἁλόνν. Ζάκ. Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Ἰων. (Κρὴν.) Καλαβρ. (Γαλλικ. κ.ἀ.) Κρὴτ. (Ἀχεντρ. Νεάπ. κ.ἀ.) Κύθν. Κύπρ. (Μένοικ. Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) Κῶς Μακεδ. (Γὴλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Κατάκαλ. Χαλκιδ. κ.ἀ.) Νάξ. (Δαμαρ.) Πελοπν. (Δίβρ. Θουρ. Κάμπος Λακων. Κόρινθ. Λαλ. Μεγαλόπ. Πετρίν. Ποταμ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ. Μύτικ. Σπάρτ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) Φοῦρν. Ψαρ. κ.ἀ.: Μόλις κοπῇ τὸ ἄχερο ᾿ς τ᾿ ἁλώνι καὶ τριφτῇ τὸ σ᾿τάρι, τοῦ δίνουμε κ᾿ ἕνα γύρισμα μὲ τὸ φτυˬάρι Λάλ. Τ᾿ ἁλώνι θέλει γύρισμα (πρέπει νὰ ἀναστραφῆ τὸ ἀλωνιζόμενον διὰ νὰ συντελεσθῇ ὁ ἁλωνισμὸς) Φοῦρν. Ἡ σταφίδα θέλει γύρισμα Κόρινθ. Γιˬὰ τοὺ γύρ᾿σμα τοῦ λαμνιˬοῦ ἔχουμι τὰ φ᾿κούλιˬα (λαμνὶ = τὰ μισοτριμμένα στάχυα στὸ ἁλώνι, φ᾿κούλιˬα = δικούλια = δίκρανα) Ἅγιος Κωνσταντ. Πέντε γυρίσματα κάνουμε ᾿ς τ᾿ ἁλώνι, τέσσερα μὲ τὸ δικριάνι καὶ ἕνα μὲ τὸ φτυˬάρι Πετρίν. Τὸ σιτάρι, dόπου τὸ θερίdζομε, ἄν ἰβρέσ-σῃ, ἔχομε νὰ τοῦ κάμωμεν dὸ γύριμ-μα, σ᾿ ἄν dέ, σαπαίνει (= εἰδεμὴ θὰ σαπίσῃ, θὰ μουχλιάσῃ) Γαλλικ. Οὑ καπνὸς θέ᾿ γύρ᾿ζμα Σπάρτ. ᾿Ύρισμα θένε τὰ ψωμιˬὰ Ἀπύρανθ. β) Μεταφ., ὁ ἀρνησίθρησκος, ὁ ἀρνησίπατρις Βιθυν. (Κατιρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Ἤπ. Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.): Αὐτὸς εἶναι γύρισμα, γιˬ αὐτὸ κρένει τόσο καλὰ τὰ ρωμαίικα Κατιρ. 10) Τὸ πρῶτον καὶ κυρίως τὸ δεύτερον ὅργωμα ἢ σκάψιμον ἀγροῦ Βιθυν. Εὔβ. (Κουρ.) Κύπρ. (Μένοικ. Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βρία Βροντ.) Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) Πάρ. Πελοπν. (Ἦλ. Λάμπ. Μεγαλόπ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Χίος (Ἐγρηγόρ. κ.ἀ.) -Λεξ. Βυζ. Ἠπίτ.: Θὰ κάνου τὰ ᾿ρίσματα τοῦ χουραφιˬοῦ κὶ θὰ τιλε͜ιώσ᾿μι γιὰ σήμιρις τὴ δ᾿λειˬὰ Βρία. Θὰ τοῦ κάνουμ᾿ ἕνα γύρισμα καλὸ τοῦ χωραφιˬοῦ νὰ τριφτοῦν οἱ μάτζες Λάμπ. || Γνωμ. Παρὰ νιˬάμαν τοῦ Μάρτη κάλλιˬον γύρισμα τ Ὀχτώβρη (ἡ βαθύτερον γινομένη ἄροσις τοῦ ἀγροῦ κατὰ τὸν Ὀκτώβριον εἶναι πλέον ὠφέλιμος τῆς κατὰ Μάρτιον γινομένης) Κύπρ. Συνών. διβόλισμα, δίπλασμα, ξερογύρισμα. β) Ἡ μετὰ τὴν ἀποτυχίαν τῆς πρώτης ἐκ νέου σπορὰ τοῦ ἀγροῦ Τσακων.: Ἔ θέα γιˬούισμα ἁ χούρα ὂ μπαῆτε (θέλει ἐκ νέου σπάρσιμον τὸ χωράφι, δὲν ἐφύτρωσε καλά). 11) Ἡ ἐπιδιόρθωσις τῆς στέγης οἰκίας δι᾿ ἀνασηκώματος τῶν κεράμων καὶ ἐπανατοποθετὴσεως αὐτῶν Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πέλοπν. (Γαργαλ. Κόρινθ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. Τυρ. κ.ἀ.): Κάθε χρόνο θένε γύρισμα τὰ σπίτιˬα. Κ᾿ ἡ ἐκκληὰ γύρισμα θέλει Κόρινθ. Δέν ἔκανε καλὸ γύρ᾿σμα ᾿ς τοὺ σπίτ᾿ κὶ γιˬ αὐτὸ σταλάζ᾿ Ζαγόρ. Μὲ τὸ γιˬούισμα τᾶ τεῆ ἐκατσούκαϊ τοὺρ ἔμισα τσεράμου (μὲ τὸ γύρισμα τῆς στέγης ἔσπασαν τὰ μισὰ κεραμίδια) Μέλαν. 12) Μικρά, ἀσήμαντος ἐργασία Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) 13) Εἰδικὸν ταψί χρησιμοποιούμενον διὰ τὸ ψὴσιμον πίττας, ὡς διευκολῦνον τὸ γύρισμα αὐτῆς, τὸ ἀναποδογύρισμα Ἤπ. (Πρέβ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ. Κατούν.): Δὲν ἔ᾿ς καλαντζ᾿μένου γύρ᾿ζμα, Κουσταντινέσσα; (καλαντζ᾿μένου= κασσιτερωθὲν) Κατούν. ᾿Σ τοὺ γύρ᾿ζμα θὰ φκε͜ιάσουμι τ᾿μ πίττα ἢ ᾿ς τοὺ τρανὸ ταψί; αὐτόθ. 14) Ἡ κάμψις, τὸ λύγισμα, ἡ ἀναδίπλωσις σύνηθ.: Τὸ γύρισμα τῆς λαμαρίνας γίνεται ᾿ς τὸν κύλινδρο Ναύστ. Γύρισμα καρφιˬοῦ Λεξ. Βλαστ., 323. Γύρισμα μανικιˬοῦ-σακκακιˬοῦ (ἀναδίπλωσις τοῦ ἄκρου χειρίδος ἢ τοῦ κρασπέδου ἀνδρικοῦ ἐπενδύτου) Ἀθῆν. κ.ἀ. Συνών. ἀνάσωσμα 2, φάρδητα, χάρη. β) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ραπτῶν, ἡ εἰς μικρὸν πλάτος ἀναστροφὴ τοῦ ἄκρου φορέματος σύνηθ.: Θέλει γύρισμα τὸ φόρεμά σου. Σοῦ κρέμεται τὸ γύρισμα σύνηθ. Συνών. γύριση 4, στρίφωμα. 15) Τὸ κυκλικῶς περιμανδρωμένον ἀγρόκτημα. Πελοπν. (Λάγ.) 16) Ἡ κλίσις ἡ στροφή, ἡ καμπὴ σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.): Ἦρτα ᾿ς τὸ γύριμ-μα dοῦ ἥg-gιˬου Χωρίο Ροχούδ. Τὸν ἀπάντησα ᾿ς τὸ γύρισμα τοῦ δρόμου σύνηθ. Ὁ ἥλιˬος εἶναι μέσ᾿ ᾿ς τὸ γύρισμα (κλίνει πρὸς τὴν δύσιν) Κέρκ. ᾿Ελᾶτε ᾿ς τὸ γύριμ-μα τοῦ ἥιˬου, dόπου μεσημερίου (dόπου= μετὰ) Μπόβ. Σηκώθηκε ᾿ς τὸ γύρισμα τῆς νύχτας (μετὰ τὸ μεσονύκτιον) Κάρπ. || ᾎσμ. Χίλιˬα τσῆ στέρνει τὸ πουρνό, χίλιˬα τὸ μεσημέρι καὶ μέσ᾿ ᾿ς τὸ γύρισμα τσῆ μερὸς ἕνα χρυσὸ βατσέλι Κέρκ. Πβ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημ. Ἡροδ. Δ 181 «ἀποκλινομένης δὲ τῆς ἡμέρης». β) Ἡ μετὰ τὴν πανσέληνον φάσις τῆς σελήνης Κάρπ. Κρὴτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. : ᾿Σ τὸ ᾿ύρισμα τοῦ φεγγαριˬοῦ Κάρπ. || Γνωμ. Βρεμένο γύρισμα, ἀμπαριˬοῦ γέμισμα (αἱ μετὰ τὴν πανσέληνον βροχαὶ προμήνυμα εὐφορίας) Ἀρκαδ. || ᾎσμ. ᾿Σ τὸ γύρισμα τοῦ φεγγαριˬοῦ ἄλλο δέdρο δὲ bιˬάνει, μόνο τ᾿ς ἀγάπης τὸ δεdρό, ποὺ πάdα κλώνους βγάνει Κρήτ. Συνών. φρ. ᾿Σ τὴ βόρτα τοῦ φεγγαριˬοῦ. 17) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ναυτικῶν, τὸ κύρτωμα, ὴ κόλπωσις Ναύστ. : Τὸ γύρισμα τῆς πρύμης - τοῦ πανιˬοῦ. β) Εἶδος σπειρωτοῦ κεντήματος Κύπρ. : Γυρίσματα τοῦ καῆ (= καδῆ). 18) Ἡ καμπύλη αὖλαξ τὴν ὁποίαν διαγράφει τὸ ὑνίον κατὰ τὴν στροφὴν τῶν βοῶν Πελοπν. (Ἀχαΐα). Συνών. στρέμμα, στροφάρι, στροφός. 19) Τὸ καταφύγιον, τὸ μέρος ὅπου καταλύει τις, εὑρισκόμενος μακρὰν τῆς κατοικίας του Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ. Μαργαρίτ. Πλατανοῦσ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Καρδίτσ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον) Πελοπν. (Γορτυν. Κυνουρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) - Λεξ. Αἶν. : Τό ᾿χου γύρ᾿ζμα τοὺ σπίτ᾿ αὐτὸ Βλάστ. || ᾌσμ. Μάννα μ᾿, κιˬ ἂς τὴν δώκουμι τὴν Ἰβδουκιˬά ᾿ς τὰ ξένα, γιˬὰ νὰ τὴν ἔχου γύρισμα, ᾿φούντα ᾿ρχουμ᾿ ἀπ᾿ τὴν Πόλη Αἰτωλ. Νὰ τό ᾿᾿ ὁ μαῦρος γύρισμα, νὰ τό ᾿᾿ ὁ μαῦρος σπίτι, ν᾿ ἀκούῃ ντουφέκιˬα κλέφτικα ν -ἀπὸ τὴ συντροφιˬά του Μαργαρίτ. Πο͜ιὰ ἔχασι τὸν ἄντρα της, χάνει καὶ τὴν τιμήν της, καὶ πο͜ιά ᾿χασι τὴ μάννα της, χάνει τὸ γύρισμά της Βόιον. 20) Ἡ συναναστροφὴ Θεσσ. (Καρδίτσ.) : Δὲν ἔ᾿ γύρισμα μὶ κλέφτις. 21) Ἡ σειρὰ διαδοχῆς εἰς τὴν φρ. ᾿Σ τὰ γυρίσματά σου (εὐχὴ ἡ ὁποία ἀπευθύνεται πρὸς ἀγάμους κατὰ τὴν τέλεσιν ἀρραβώνων ἢ γάμων) Μακεδ. (Νάουσ.) Συνών φρ. Καὶ ᾿ς τὰ δικά σου. 22) Ἡ διὰ τῆς ὀπισθογραφήσεως μεταβίβασις συναλλαγματικῆς Λεξ. ᾿Ηπίτ. Δημητρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γύρισμα Πελοπν. (Κόπραιν. Κρήν. Λίμπερδ.) Χίος (Μερμὴγκ.) Πάνου Γύρισμα Πελοπν. (Κονάκ. Λάγ.) Γυρίσματα Κέρκ. (Σιν.) Πελοπν. (Πιλάλ. Σκαμνάκ.) Σκῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/