γυρισματάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρισματάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυρισματάκι τό, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γύρισμα.

Σημασιολογία

1) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ραπτῶν, ἡ εἰς μικρὸν πλάτος ἀναστροφὴ τοῦ ἄκρου φορέματος σύνηθ. : Κάμε μου ἕνα γυρισματάκι. Συνών. γύρισμα. 2) Μικρὸν κυκλικῶς περιμανδρωμένον ἀγρόκτημα Πελοπν. (Κονάκ. Πάν.) Συνών. γύρισμα 15. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γυρισματάκι καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Γύθ. Κονάκ. Σκουτάρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/