γυρισματιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρισματιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυρισματιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. γυρισμαθιˬὰ Α. Κρὴτ. γυρισματὲ Δ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γύρισμα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά. Ὁ τύπ. γυρισματὲ κατ᾿ ἀναλογίαν πρὸς τὰ εἰς -ὲ οὐσ. π.χ. ἁναπνέ, κοπρέ, πρασέ, πυτέ, σωρέ κ.ἀ., περὶ τῶν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 348.
Σημασιολογία
1) Ἡ στροφὴ ἔνθ᾿ ἀν. : Μὲ τὴ γυρισμαθιˬὰ πού ᾿κανε, ἤπεσε ἀποὺ τὸ κρεββάτι τὴ νύχτα κ᾿ ἐβάρηκε Α. Κρὴτ. Συνών. γύρισμα 1. 2) Ἐπιστροφὴ Δ. Κρὴτ. : ᾿Σ τὴ γυρισματέ σου πέρασε ἀποδῶ. Συνών. γύρισμα 6, γυρισμός 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA