ἀπόγραφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόγραφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόγραφος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀπόγραφους Μακεδ. ἀπόγραφτους Μακεδ. (Καστορ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπογράφω. Πβ. καὶ μεταγν. ἐπίθ. ἀπόγραφος=ἀντιγεγραμμένος.
Σημασιολογία
1) Σβησμένος, διαγεγραμμένος ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Τὸ γραφτὸ δὲ γίνιτι ἀπόγραφου (τὰ γραπτὰ μένουν, αἰ ἔγγραφοι ἀποδείξεις εἶναι ἀσφαλέσταται. Πβ. συνών. φρ. τὰ γραμμένα ἄγραφα δὲν γίνονται). 2) Ἀπόκληρος Μακεδ. (Καστορ.): Εἶνι ἀπόγραφτους αὐτός. Πβ. ἀπογόνι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA