ἀπογριζεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογριζεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογριζεύω Πόντ. (Τραπ.) ἀπογουρζεύω Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γριζεύω.

Σημασιολογία

1) Ἐκριζῶ τὰ ἐν τοῖς ἀγροῖς ζιζάνια πρὸς καλλιέργειαν Πόντ. (Τραπ.) 2) Κατακόπτω, κατασυντρίβω ἀχρήστους κλάδους δένδρων Πόντ. (Τραπ.) 3) Μεταφ. καταστρέφω τινὰ τελείως, ἐκ θεμελίων, ἐξολοθρεύω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Καταροῦμαι κιˬ ἀπογριζεύω σε! (ἀπειλὴ) Τραπ. Χτυπῶ κιˬ ἀπογριζεύω σε! αὐτόθ Ἀτώρᾳ κρούγω κιˬ ἀπογουρζεύω σε! Χαλδ. Ἐπεγριζεῦτεν ἡ γενεά ’τουν Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/