γυριστέας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυριστέας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυριστέας ὁ, Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυριστὴς διὰ συμφύρ. τῶν καταλ -τὴς καὶ -έας. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 272 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Γυριστὴς 1. 2) Ὁ ἔχων ἄστατον χαρακτῆρα, ὁ παραβαίνων τὰ συμφωνηθέντα. Πβ. γυριστιˬάρης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/