γυριστήρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυριστήρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυριστήρα ἡ, Ρόδ. γυρ᾿στούρα Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυρίζω.
Σημασιολογία
1) Ξύλινον ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου ἀναστρέφουν τούς ψηνομένους ἐπὶ λίθων πλακοῦντας Ρόδ. 2) Ἀθυρμα κατασκευαζόμενον ἐκ καρύου διὰ διαμπεροῦς διανοίξεως δύο ὀπῶν, διὰ τῶν ὁποίων διέρχεται κλωστή. Αὕτη ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς χειρός. Περιστρεφόμενον μετ᾿ αὐτῆς τὸ ἄθυρμα σχηματίζει κύκλον καὶ συγχρόνως ἠχεῖ. Συνών. σβούρα, σβουράκι Πβ. γυριστάρι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA