ἀτσιδολαβωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσιδολαβωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσιδολαβωμένος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. *ἀτσιδολαβώνομαι.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον εἴθε νὰ λαβώσῃ, νὰ πνίξῃ ἡ ἀτσίδα, ἐπὶ τῆς ὄρνιθος : Ἀπόdεν ἤκραξεν ἡ ἀτσιδολαβωμένη ᾿λυσεν ἡ καρδιˬά μου (ἐλύθη ἡ καρδιά μου, ἐτρόμαξα, διότι τὸ λάλημα τῆς ὄρνιθος ὧς ἀλέκτορος θεωρεῖται κακὸς οἰωνός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA