γυριστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυριστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυριστὴς ὁ, Θήρ. Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) Σάμ. Σύμ Σῦρ. Χίος κ.ἀ. - Γ. Βλαχογιάνν., Λόγοι κι ἀντίλογ., 147 Μ. Μαλακάσ. εἰς Ν. Ἑστ. 27 (1940), 727 Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, 58 - Λεξ. Βάιγ. Δημητρ. ᾿υιˬριστὴς Νάξ. (Βόθρ.) ᾿υριστὴς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γυρίστης Ἄνδρ. ᾿ρίστ᾿ς Πάρ. (Λεῦκ.) γυρίστρης Ἄνδρ. Ἰων. (Βουρλ.) Μύκ. Συμ. γυρίστρα ἡ, Ἁλόνν. Ἄνδρ. Εὔβ. (Στρόπον.) Θήρ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) Πάρ. Πελοπν. (Βερεστ.) Σκόπ. Σύμ Σῦρ. - Π. Χὸρν εἰς Ν. Ἑστ. 3 (1929), 770 ᾿ρίστρα Ἁλόνν. Σκόπ. Στερελλ. (Ἀράχ. Δεσφίν. Ὑπάτ.) ᾿ρ᾿στρὰ Πάρ. (Λεῦκ.) ᾿υρίστρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γυρίστρικο τό, Ἄνδρ. Μύκ. Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γυρίζω. Ὁ τύπ. γυρίστρης ἐκ τοῦ θηλ. γυρίστρα. Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου εἰς τὸν τύπ. γυρίστης κατ᾿ ἀναλογίαν πρὸς τὸ γυρίστρης. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 94. Ὁ τύπ. γυρίστρα καί εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ περιφερόμενος, ὁ περιοδεύων Σάμ. - Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, 58 :ᾎσμ. Ἥλιˬε μου καὶ παρήλιˬε μου καὶ γυριστὴ τοῦ κόσμου Σάμ || Ποίημ. Σὲ ξένη χώρα γυριστὴς καλέστηκα σὲ γάμο Κ. Παλαμ., ἔνθ᾿ ἀν β) Ὁ πλανόδιος ἔμπορος Μ. Μαλακάσ. εἰς Ν. Ἑστ. 27 (1940), 727: Τ᾿ ἀγόρασα μιˬὰ μέρα ἀπὸ ἕνα γυριστὴ ἐδῶ, πουλητὴ τέτο͜ιων λουλουδιˬῶν. Συνών. γυρατζῆς, γυρολόγος 1, μεταπράτης, πραματευτής, πραματσούλης, ψιλικατζῆς. γ) Ὁ περιφερόμενος ὀργανοπαίκτης Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) 2) Ὁ ἀσκόπως περιφερόμενος, ὁ φυγόπονος Ἄνδρ. Θήρ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) Σάμ. Σύμ. Σῦρ. Χίος - Λεξ. Δημητρ.: Ὤ! μιˬὰ ᾿υρίστρα πού ᾿ν᾿ κ᾿ εὐτή ! Ὅλη μέρα ᾿υρίζει μέσ᾿ ᾿ς τὶς ρύμνες (= δρόμους) Ἀπύρανθ. || Φρ. Γυρίστρικο παιδὶ Μύκ. || Παροιμ. Ποὺ γυριστὴς ᾿ς τὰ νιˬάτα του, ᾿ς τὰ γέρα ἐρημοσπίτης (ὁ ὀκνηρὸς κατὰ τοὺς χρόνους τῆς νεότητός του ἐνδεὴς κατὰ τὸ γῆρας του) Λεξ. Δημητρ. || Αἴνιγμ. Γυρίζ᾿ ἠ γυρίστρα κὶ ᾿ς τὴ γουνιˬὰ πάει κὶ καθίζ᾿ (ἡ σκούπα) Σάμ. Συνών. ἀπογυριστής, γυριˬόλης, γυρουλᾶς 1, γυρουλιˬάρης. 3) Ὁ ἐπαίτης Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) : Ἕνα ᾿υριστὴς εἶν᾿ ἐτ᾿ ἀπόξω Ἀπύρανθ. Μιˬὰ ᾿υρίστρα ᾿ναι καὶ ᾿υρεύγει άδι αὐτόθ. Ἐφάα g᾿ εὐτοὶ τὴ bεριουσία dωνε καὶ θὰ καταdήσουνε ᾿υριστᾶδες αὐτόθ. | | ᾎσμ. Ἰὰ όου σου ν-ἐνέβηκα κ᾿ ἦρθα ᾿ς τὴ Φυροΐστρα, τώρα μ᾿ ἐπαdονάρισες ᾿ς τσὶ ρύμνες σὰ ᾿υρίστρα (ἐπαdονάρισες = ἐγκατέλειψες) Ἀπύρανθ. Συνών. γυρευός, γυρευοσάκκουλο 1, γυρευτὴς 2, γυριστικός 2, διακονιˬάρης, ζητιˬᾶνος, ζήτουλας, μπολιˬάρης. 4) Ὁ βοηθὸς τοῦ βοσκοῦ, ὁ ὁποῖος ὠθεῖ τὰ πρόβατα πρὸς τὴν ἔξοδον τῆς μάνδρας πρὸς ἄμελξιν Νάξ. Συνών. μπάτζος, συρτάτορας. 5) Ἡ λαβή, τὸ χερούλι τοῦ χειρομύλου, διὰ τοῦ ὁποίου γυρίζει, περιστρέφεται οὗτος Λεξ. Δημητρ.: Γυριστὴς τοῦ μύλου. Συνών γυριστάρι 3, χερούλι. 6) Πάσσαλος εἰς σχῆμα ὀρθῆς γωνίας, τὸν ὁποῖον ἐφαρμόζουν ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ἄκρου τοῦ προσθίου ἀντίου τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, διὰ νὰ περιστρέφη τοῦτο, ὥστε νὰ τυλίσσεται καλῶς ἐπὶ τοῦ ἀντίου τὸ ὑφαινόμενον πανίον Στερελλ. (Ὑπάτ.) Συνών. βλ. εἰς λ. γυριστάρι 4. 7) Θηλ., διχαλωτὸν ἐργαλεῖον, σιδηροῦν ἢ ξύλινον, ἐκ κλάδου δρυὸς συνήθως, διὰ τοῦ ὁποίου κάμπτουν τὸ ἄκρον ράβδου πρὸς κατασκευὴν βακτηρίας ἢ κρίκων Ἁλόνν. Εὔβ. (Στρόπον.) Πελοπν. (Βερεστ.) Σκόπ. Στερελλ. (Ἀράχ.) : Νὰ βροῦτε καμνιˬὰ γυρίστρα νὰ βάλουτε δωχάμου γιˬὰ νὰ γυρίζουτε τὶς μαγκοῦρες Βερεστ. Συνών. γυριστάρι 9. 8) Ἡ κυρτὴ λαβὴ τῆς ποιμενικῆς ράβδου Ἁλόνν. Σκόπ. Στερελλ. (Δεσφ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γυριστὴς Κέως Πελοπν. (Γορτυν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/