ἀπογρυλλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογρυλλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογρυλλώνω, ’πογρυλ-λών-νω Κύπρ ᾿πογουρλώνω Εὔβ. (Ἀνδρων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γρυλλώνω.
Σημασιολογία
1) Τελείως γρυλλώνω, ἔχω ὀρθανοίκτους τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἐξέχοντας ἐκ φόβου, ἐκπλήξεως, ἀσθενείας, νηστείας κττ. ἔνθ’ ἀν.: Ἐπογρύλ-λωσεν ᾿ποὺ τὴν νηστείαν τσαὶ τὴν ἀρρώσκιˬαν Κύπρ. 2) Μετβ. προσβλέπω τινὰ βλοσυρῶς πρὸς ἐκφοβισμὸν Κύπρ.: Ἐπογρύλ-λωσεν τῶν παιδκιˬῶν τ’ ἀντζελό-ιˬασέν τα. Πβ. γρυλλώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA