ἀπογυμνώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογυμνώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογυμνώνω λόγ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀπογυμνῶ.

Σημασιολογία

1) Ἐντελῶς γυμνώνω ἔνθ’ἀν. Συνών. ἀπογδύνω 1, ξεγυμνώνω. 2) Μεταφ. ἀφαιρῶ ἀπό τινος ὅ,τι ἔχει, στερῶ τελείως ἕνθ’ ἀν.: Οἱ κλέφτες ἀπογύμνωσαν τὸ σπίτι τοῦ δεῖνα λόγ. σύνηθ. || Ποίημ. Ἡ μόδα, ἆ! ἡ μόδα, τί τσέπες ξεροτρίβει καὶ πῶς ἀπογυμνώνει και ξέσκεπο καλύβι! ΓΣουρῆ Ἅπαντ. 1, 149.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/