δαυλαρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαυλαρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαυλαρώνω Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλάρι.

Σημασιολογία

Δέρνω μὲ δαυλάρι, ξυλοφορτώνω ἔνθ᾿ ἀν.: Ἤπιˬασε τὸν κλέφτη ᾿ς τὸν κοῦμο dου καὶ τὸν ἐδαυλάρωσε καλὰ - καλὰ (κοῦμος = ὀρνιθὼν) Νεάπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/