δαυλὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαυλὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαυλὶ τό, δαυλὶν Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ζαυλὶν Κύπρ. δαυλὶ σύνηθ. καὶ Καππ (Ἀραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Ὄφ.) dαυλὶ Εὔβ. (Κάρυστ.) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Θρᾴκ. (Γέν. Μικρὸ Μοναστηρ. Σκοπ. Σωζόπ.) ᾿αυλὶ Κάρπ. δαλὶν Πόντ. (Κοτύωρ.) dαβέλι Τσακων. (Μέλαν. Τυρ.) ζαβέλι Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) Πληθ. δαυλία Πελοπν. (Κίτ. Γέρμ. Μάν.) δαλία Πόντ. (Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλὸς ὡς ὑποκορ.

Σημασιολογία

1) Λεπτόν, ἐπίμηκες τεμάχιον ξύλου ἀνημμένον ἢ ἡμίκαυστον κατὰ τὸ ἕν ἄκρον αὐτοῦ σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Χῶσε ἕνα δαυλί ᾿ς τὴ στάχτη, νὰ ξανανάψουμε ταχιˬὰ τὴ φωτιˬά, νὰ μὴ χαλᾶμε τὰ σπίρτα Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Ἀκοῦστε κ᾿ ἐμένα, λέει ἡ τρίτη· ἐγὼ λέω νὰ πεθάνῃ, μόλις ἀποκαῇ τὸ δαυλὶ ποὺ καίεται ᾿ς τὸ τζάκι τώρα (ἐκ παραμυθ.) Στερελλ. (Κεφαλόβρ.) Τοὺ οὐτζά᾿ ἔ᾿ d᾿ bαραστιˬὰ ἢ πουδιˬά, γιὰ νὰ μὴ bέφ᾿νι τὰ κάρβ᾿να ᾿ς τοῦ πάτουμα κὶ γιˬὰ νὰ στέκουντι τὰ dαυλιˬὰ Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Σταύρουναν τὰ δαυλιˬά ᾿ς τοὺ οὐτζά᾿ τὴ μέρα τοῦ Σταυροῦ Μακεδ. (Νάουσ.) Συντάρχα τὰ δαυλιˬά, κουντεύ᾿ νὰ σβήσ᾿ ἡ φουτιˬὰ Στερελλ. (Φθιῶτ.) Σιˬούμπα λίγου τὰ δαυλιˬά, νὰ χουνέψ᾿ ἡ φουτιˬὰ (σιˬούμπα = ἀνακάτεψε) Μακεδ. (Γήλοφ.) Ἰδῶ κάπο͜ιους εἶχι φουτιˬά, φαίνιτι ἀποὺ τὰ δαυλιˬὰ π᾿ ἀπόμ᾿ναν Ἤπ. (Κουκούλ.) Πᾶς νὰ γυρέψῃς ᾿ς τὴ γειτουνιˬὰ ἓνα δαυλὶ ν᾿ ἀνάψουμε φωτιˬά; Πελοπν. (Τριφυλ.) Σπρῶξε τὰ δαυλία ᾿ς τὴ φωτία Πελοπν. (Γέρμ.) Ἀρπαξ᾿ ἓνα δαυλὶ κ᾿ ἔβανι φουτιˬά ᾿ς τ᾿ ἀ᾿νουπόδιˬα (εἶδος φρυγάνων) Εὔβ. (Ἄκρ.) Πᾶρι δαυλὶ κὶ φέξι μ᾿ Στερελλ. (Γραν.) Τότις δὲν εἴχανι φακά, κρατοῦσαν δαυλιˬὰ (φακά= φακοὺς) Θεσσ. (Μεγαλόβρ.) Φέρ᾿ ἕνα δαυλί, ν᾿ ἀνάψου τοὺ τσιγάρου Μακεδ. (Γηλοφ.) Θὰ πάρ᾿ ἕνα δαυλὶ νὰ σὶ κάψου Στερελλ. (Λεπεν.) Παίρνει ἡ γριὰ τὸ δαυλὶ καὶ καίει τὸν κολιτσαρδὸ (= καλικάντζαρο) Πελοπν. (Ἀναβρ.) Ὁ γέρος φουχτιˬάζει ἓν᾿ ἀναμμένο δαυλὶ τσαὶ τσυνηγάει τὰ τσιλικρωτὰ (= καλικαντζάρια) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Τὰ Χριστούγιννα, παλιˬά, ὅταν γυρνούσαμι ἀπ᾿ τὴν ἰκκλησιˬά, ἔβγινι ἡ μιγαλύτιρ᾿ ᾿ναῖκα τοῦ σπιτιˬοῦ κὶ πέταζι ἕνα δαυλὶ ἀναμμένου Μακεδ. (Γήλοφ.) Θέλει νὰ dή bιˬάσω, νὰ dὴ τζουλουφρίσω μὲ κἄνα δαυλὶ Πελοπν. (Γαργαλ.) Τὰ χέιρα της ἦταν μαῦρα σὰ δαυλία καμένα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τρακόσιˬα δαυλιˬὰ ἀναμμένα, θὰ κάψουμε τὰ σπίτιˬα Μακρυγ., Ἀπομν. 2, 109. Ἦταν ἄγριος σὰ γενίτσαρος καὶ μαῦρος σὰ δαυλὶ Χ. Χρηστοβασ., Διηγ., 19. || Φρ. Τὸν ἐπῆρε μὲ τὰ δαυλιˬὰ (τὸν ἐδίωξε ρίπτων κατ᾿ αὐτοῦ δαυλία) Λεξ. Αἰν. Κακὸ δαυλὶ νὰ σὲ κάψ᾿! (ἀρὰ) Στερελλ. (Γραν.) Νὰ σὲ δῶ ζαυλὶν καμ-μένον! (ἀρὰ) Κύπρ. || Παροιμ. φρ. Ἔγινε δαυλί ᾿ς τὸ μεθύσι (ἐμεθύσθη εἰς τὸ ἔπαρκον καὶ ἐκοκκίνησεν ὡς ὁ ἀνημμένος δαυλὸς) Πελοπν. (Λάμπ. Μεγαλόπ. Οἰν.) Συνών. φρ. ἔγινε σκνίπα-στουππὶ-φέσι ᾿ς τὸ μεθύσι. Γινατώθηκε κ᾿ ἔγινε δαυλὶ (ἐπείσμωσεν καὶ ἐκοκκίνησε τὸ πρόσωπόν του) Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) Κάθεται ᾿ς τὰ δαυλιˬὰ (ἐπὶ ἐντόνως ἀνησυχούντων) Ἤπ. (Τσαμαντ.) Συνών φρ. κάθεται σ᾿ ἀναμμένα κάρβουνα. Τσουγκράει τὰ δαυλιˬὰ (ἐπὶ τῶν φυγοπόνων, τῶν προτιμώντων νὰ κάθηνται παρὰ τὴν ἑστίαν, ἀντὶ νὰ μεταβῶσιν εἰς τὴν ἐργασίαν των) αὐτόθ. || Παροιμ. Ὁ ἕνας ξύλο, ὁ ἄλλος δαυλὶ (ἐπὶ τῶν εὑρισκομένων εἰς τὴν αὐτὴν κατάστασιν) Πελοπν. (Λάστ.) Ὅλοι κούτσοιρο κι αὐτὸς δαυλὶ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2 195, 250. Μάθανι πὼς δί᾿ ἡ Μαλάμου, τρέ᾿ ἡ Αὐγερινός μὶ τοὺ dαυλὶ (ἐπὶ ὑπερβολικῆς καλωσύνης) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Κάθε δαυλὶ μὲ τὸν καπνό του (ἕκαστος τῶν ἀνθρώπων ἔχει τὰς περιπετείας του) Ἀνάφ. Ξύλα κούτσουρα, δαυλιˬὰ καμένα (ἐπὶ τῶν ἀσυνάρτητα λεγόντων) Ἤπ. Λευκ. κ.ἀ. Τσάκνα, βάβαλα, δαυλιˬὰ καμένα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θεσσ. (Ἀνατολ.) || Γνωμ. Κάλλιˬο Μάρτης ᾿ς τὰ δαυλιˬὰ | πάρα ᾿ς τὰ προσηλιˬακὰ (διότι, παρὰ τὸ ἔντονον τῆς ἡλιακῆς θερμότητος, ἡ ἐπικρατοῦσα εἰσέτι εἰς τὸ ὑπαιθρον ὑγρασία δύναται νὰ προκαλέσῃ κρυολογήματα) Πελοπν. (Βραχν.) Ἦρθι ἡ ἅϊ - Λιˬάς, | σ᾿μάστι τὰ δαυλιˬὰ Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) Συνών. γνωμ. τ᾿ ἅι - Λιˬός, γυρίζει ὁ καιρὸς ἀλλιˬῶς. || Αἴνιγμ. ᾿Πὲ πίσ᾿ ᾿ς τὸ σπίτ᾿ μας dαυλιˬὰ παραχωμένα (τὰ πράσα) Θρᾴκ. (Γέν. κ.ἀ.) || ᾌσμ. Μὲ κάλεσε μιˬ᾿ ἀρχόντισσα, νὰ πάω νὰ ξενυχτήσω, σκύφτω, φιλῶ τὸ κούτσουρο, πιˬάνω δαυλὶ καμένο Ἤπ. Τὴ μαυρειδιρὴ μὴν πάρῃ, τοὺ δαυλὶ του καπνισμένου, τὴν ἁσπρειδιρὴ μὴν πάρῃ, τοὺ πουντὶ᾿ τ᾿ ἀλευρουμένου Μακεδ. (Δαμασκην.) Ἔχω κόρη κ᾿ ἔχω πίκρα, | γιˬὰ θὰ κάθουμ᾿ ὅλη νύχτα νὰ συμπράξω τὰ δαυλιˬά, | νὰ τῆς φκε͜ιάσω τὰ προικιˬὰ Πελοπν. (Κορινθ.) || Ποιήμ. Τὴ νύχτα ποὺ παράδερνες μ᾿ ἕνα δαυλὶ ᾿ς τὸ χέρι κ᾿ ἐσπιθοβόλεις κεραυνοὺς κ᾿ ἔφεγγες σὰν ἀστέρι Α. Βαλαωρ., Ἔργ. 2, 231. Τοῦ ἀπελπισμένου αὐτοῦ χοροῦ εἶναι ὁ Καψάλης πρῶτος.………………… Κρατεῖ ᾿ς τὸ χέρι του δαυλὶ μὲ φλόγα... Κ. Κρυστάλλ., Ἔργ. 1, 149. Συνών. ἀποδαύλι 1, ἀποκαΐδι 1, δάδα, φωτόξυλο. β) Μεταφ., ἐπὶ μεγάλης στενοχωρίας Πελοπν. (Σκορτσιν.) Στερελλ. (Ἀσπρόπυργ.): Ἔχω ἕνα δαυλὶ ποὺ μὲ καίει Σκορτσιν. 2) Λεπτὸν τεμάχιον ξύλου κατάλληλον πρὸς καῦσιν, καυσόξυλον Εὔβ. (Ψαχν.) Θρᾴκ. Πελοπν. (Ἀνώγ. Καρδαμ. κ.ἀ.) Πόντ. Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τσακων.: Ἐφόρτωσε ἓνα φορτωμάτσι δαυλιˬὰ Καρδαμ. Σῦρε ᾿ς τὸ βουνὸ νὰ φέρ᾿ς κἄνα δαυλὶ Ψαχν. Θὰ πάρου τοὺ δαυλὶ κὶ θὰ σ᾿ τὰ τσακίσου τὰ πλιβρά! Ἀχυρ. Τ᾿μπιτσόκουψι μὶ τοὺ δαυλί! αὐτόθ. Θὰ ντὶ κιˬάσου μ᾿ ἔγκι τὸ dαβέλι, κοψόχρονε... (θὰ σὲ πιάσω μ᾿ αὐτὸ τὸ δαυλί...) Τσακων. Συνών. πατσούλι, τσάκνο. β) Μεταφ., ἐπὶ πράγματος λεπτοῦ καὶ ἐπιμηκους, ἰδίως ἐπὶ τῶν κνημῶν τοῦ ἀνθρώπου Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.): Μάζω τὰ δαυλιˬά σου! ᾿Ολυμπ. Τ᾿ν ἔ᾿ σὰ δαυλὶ αὐτός! (ἐνν. τὸ πέος) Ἀχυρ. 3) Μεταφ., ὁ λίαν μελανοῦ χρώματος, ἑπὶ ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων Ἤπ. (Κουκούλ.) Μακεδ. (Ροδοχώρ.): Μπρὲ δαυλί! Ροδοχώρ Μ᾿ κάηκι ἡ πίττα ἀπουκάτ᾿, γί᾿κι δαυλὶ Κουκούλ. 4) Ἡ νόσος τῶν δημητριακῶν ἄνθραξ Ἤπ. Θεσσ. (Μυρόφυλλ.) Συνών. βλ. εἰς λ. δαυλίτης 1. β) Ὁ ἐξ ἄνθρακος προσβληθεὶς σῖτος ἢ ἀραβόσιτος Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ.) κ.ἀ.: Ἔγινε δαυλὶ τὸ γέννημα Αὐχιόν. Καρουσ. Συνών. δαυλίτης 2. 5) Μεταφ., ὁ ἀμαθὴς Ἤπ. Συνών. κούτσουρο (πβ. τὸ ἀρχ. στέλεχος). Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαυλῆς καὶ ὡς παρων. Πελοπν. (Δυρράχ.) καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Γαυλιˬά, τὰ ὡς τοπων. Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/