ἀπόγυρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόγυρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπόγυρα ἐπίρρ. Πελοπν. (Λακων.) -Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀπόυρα Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) ἀπόγιουρα Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. γῦρο κατὰ τὰ ἄλλα εἰς -α ἐπιρρ.
Σημασιολογία
1) Οὐχὶ κατ᾿ εὐθεῖαν γραμμὴν ἀλλὰ διὰ λοξοδρομήσεως Πελοπν. (Λάκων) κ.ἀ. -Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: Νὰ πάς ἀπόγυρα Λάκων. Μὴν πάς καταπάνου τους, ἀλλ’ ἀπόγυρα ἀπόγυρα αὐτόθ. β) Μεταφ. πλαγίως, ἐμμέσως, μετὰ περιστροφῶν Λεξ. Δημητρ.: Τὸν ἔφερνε ἀπόγυρα νὰ τοῦ πῇ τὸ μυστικά 2) Ἀπόμερα, ἀπόκεντρα Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) Πελοπν (Λακων.): Ἀπόυρα ’ναι ’τοῦ ποῦ κάθεσαι καὶ δὲ σὲ θωρεῖ κἀνεὶς Ἀπύρανθ. Πάμενε ἀπόυρα νὰ μὴ μᾶς δῇ καὶ κἀνεὶς Φιλοτ. Οἱ ἐλα͜ιές μας εἶναι ἀπόγυρα Λάκων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA