ἀπογυρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογυρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογυρεύω ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 46 -Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γυρεύω.
Σημασιολογία
Ἀναζητῶ ἔνθ’ ἀν.: Ἡ γρϊὰ ἀπογύρευε τὸ τρυφερό της ταίρι. Συνών. ἀναγορεύω 4, ἀναγυρεύω 1, ἀναγυρίζω Β1 δ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA