ἀπογυρίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογυρίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπογυρίδι τό, Κάρπ. Κύθηρ. Σίκιν. κ.ἀ. ἀποϋρίδι Θήρ. Κάρπ. Σίκιν. ἀποερίδι Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπογυρίζω, παρ᾿ ὃ καὶ ἀποερίζω, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

1) Συνήθως ἐν τῷ πληθ., τὰ κατὰ τὸ κυκλοτερὲς κοσκίνισμα τῶν γεννημάτων ἐπιπολάζοντα ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας ἀκάθαρτα στοιχεῖα, σκύβαλα Θήρ. Κάρπ. κ.ἀ: Ρῖξε ’ς τοῖς ποῦλ-λες τ’ ἀποϋρίδιˬα Κάρπ. Ἔρριξα τ᾿ ἀποϋρίδι ’ς τοὶς κόττες Θήρ. Συνών. ἀποκοσκινίδι, ἀποδερμωνίδι, κοσκινίδι. 2) Τὸ μετὰ τὸ κοσκίνισμα τῶν γεννημάτων ἐναπομένον ἐν τῷ κοσκίνῳ καθαρὸν γέννημα Κύθηρ. Σίκιν. 3) Τὸ περιτείχισμα ἀγροῦ ἤ ἀμπέλου Σίκιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/