γυρνεμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρνεμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυρνεμὸς ὁ, ἐνιαχ. γυνερμὸς Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 1, 115.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυρνῶ, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γυρίζω. Ὁ τύπ. γυνερμὸς κατὰ προληπτ. μετάθ. τοῦ ρ.
Σημασιολογία
Ὁ γυρισμός, ἡ ἐπιστροφὴ ἔνθ᾿ ἀν. : ᾎσμ. Μὰ σ᾿ ἀρέσει καὶ δὲ σ᾿ ἀρέσει, | ποτὲ γυνερμὸς δὲν ἔχει Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 1, 115.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA