δαύλιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαύλιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαύλιˬασμα τό, Ἤπ. (Δωδών.) – Θ. Ὀρφανίδ., Γεωπον., 2. 61

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δαυλιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Δαυλίτης 1, τὸ ὁπ. βλ., Θ. Ὀρφανίδ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Δαυλίτης 2, τὸ ὁπ. βλ., Δωδών.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/