ἀπογυριστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογυριστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπογυριστὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ’ποϋριστὸς Κύπρ. ᾿πογυριστὸς ὁ, Ρόδ. (Ἀπολακ.) ἀπογυριστὴ ἡ, Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπογυρίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μετὰ περιστροφῶν, ὑπαινιγμῶν γινόμενος, ἐπὶ λόγων Κύπρ.: Εἶπεν του ἕναν λόον ’ποϋριστὸν τ’ ἐπείραξέν τον. 2) Ἀρσεν. οὐσ., ἀπογύρισμα 6, ὃ ἰδ. Ρόδ.: ’Πογυριστὸν κάμνω. 3) Θηλ. οὐσ., φέττα, τεμάχιον ψωμιοῦ μὲ πλήρη τὴν ἐξωτερικὴν σκληρὰν περιφέρειαν Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA