δαυλίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαυλίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαυλίδα ἡ, Ἤπ. Κεφαλλ. Κύθν. Λευκ. Μύκ. Πέλοπν. (Ὀλυμπ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.) Τῆν. - Χελδρ. -Μηλιαρ., Δημώδ. ὀνόμ φυτ., 224 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλὶ καὶ τῆς παραγωγ., κατὰ -ίδα.
Σημασιολογία
1) Πιθαν., τὸ φυτὸν Λάθυρος ὁ ἐτήσιος (Lathyrus annuus) τῆς οἰκογ. τῶν Ψυχανθῶν (Papilionaceae), παράσιτον τῶν σιτηρῶν, τοῦ ὁποίου ὁ καρπὸς εἶναι μέλας ὡς ὁ κεκαυμένος δαυλὸς Κύθν. Μύκ. Τῆν. - Χελδρ. - Μηλιαρ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. καρβουνήθρα. 2) Δαυλίτης 1, τὸ ὁπ. βλ., Λευκ. Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.) Τῆν.: Ἔ᾿ δαυλίδα τοὺ σ᾿τάρ᾿ Λευκ. Μὰ τί ψωμὶ νὰ σοῦ βγάλῃ τοῦτο δὰ τὸ σιτάρι, πού ᾿ναι γιˬομάτο δαυλίδα; Ὀλυμπ. Κοίτα νιˬὰ τρανὴ δαυλίδα πὄ᾿ αὐτὴ ἡ ρόκα (= ὁ στάχυς τοῦ ἀραβοσίτου) Ἀκαρναν. 3) Σῖτος προσβληθεὶς ὑπὸ ἄνθρακος Ἤπ. - Λεξ. Δημητρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαυλίες Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA