γυροβολιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροβολιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυροβολιˬάζω Πελοπν. (Γορτυν.) Στερελλ. (Θῆβ.) - Σ. Γρανίτσ. εἰς Ἡμερολ. Σκόκου 25, 389-Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. γυρουβουλιˬάζου Θεσσ. (Ἀϊβάν.) Στερελλ. (Εὐρυταν. Καρπεν.) γυρ᾿βολιˬάζω Γ. Ἀθάν., Πράσιν. καπέλ., 142 γυρ᾿βουλιˬάζου Θεσσ. (Βαθύρρ. Κακοπλεύρ. Καλαμπάκ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δεσκάτ. Τριφύλλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. Εὐρυταν. Κολάκ. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυροβολιˬά.
Σημασιολογία
1) Περιφέρομαι, στρέφομαι πέριξ τινὸς Θεσσ. (Ἀϊβάν. Βαθύρρ. Κακοπλεύρ. Καλαμπάκ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δεσκάτ. Τριφύλλ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γορτυν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. Εὐρυταν. Θῆβ. Καρπεν. Κολάκ. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ. κ.ἀ.) - Σ. Γρανίτσ. εἰς Ἡμερολ. Σκόκου 25, 389 - Λεξ. Αἰν. : Τί γυρ᾿βουλιˬάζ᾿ς ᾿ς τοὺ σπίτι μ᾿ ; Γραν. Τί θές, λιβέντη μ᾿ ; Γιˬατί μἰ γυρουβουλιˬά᾿ῃς ; Καρπεν. Του γυρ᾿βουλιˬάζ᾿ αὐτὸς τοὺ κουρίτσ᾿ Φθιῶτ. Τί μι' γυρ᾿βουλιˬάιζ᾿ ἔτσι; (διατί μὲ περιτριγυρίζεις κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπον;) Ἀϊβάν. Θὰ σὶ γυρ᾿βουλιˬάσου (= θὰ σὲ περικυκλώσω) Ὑπάτ. || Ποίημ. Σουράει κατ᾿ ἀνάρραχα ζερβιˬά, δεξιˬά του κράζει, γυροβολιˬάζουν τ᾿ ἄτι του, κρυφὰ τοὺς κουβεντιˬάζει Σ. Γρανίτσ., ἔνθ᾿ ἀν. β) Πλησιάζω, προσεγγίζω Γ. Ἀθάν., Πράσιν. καπέλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Τὰ σαράντα γυρ᾿βολιˬάζεις. 2) Περιφέρω τινὰ εἰς τὸν αὐτὸν χῶρον Στερελλ. (Γραν.) Σκάρ᾿σι τὰ γίδιˬα παραπέρα, τί τὰ γυρ᾿βουλιˬάζ᾿ς ἰδῶ; (σκάρ᾿σι= μετάφερε, ἀπομάκρυνε). 3) Ἐπιπάσσω διὰ σακχάρεως παρασκευαζόμενον γλύκυσμα Στερελλ. (Καρπεν.) : Γυρ᾿βόλιˬασ᾿ του τοὺ γλυκὸ ἀπουπάνου μὶ ζάχαρ᾿ νὰ γέ᾿ καλό. 4) Ἐπὶ παλαιστῶν, περιστρέφων τινὰ τινάσσω αὐτὸν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους Λεξ. Πρω. Δημητρ. 5) Χορεύω κυκλίους χοροὺς Θεσσ. (Κακοπλεύρ.) :. Πᾶρ᾿ τοὺ τραγούδ᾿. Θὰ τοῦ γυρ᾿βουλιˬάσου ἰδῶ λιˬέου. 6) Ἔχω κατά νοῦν, σκέπτομαι Στερελλ. (Φθιῶτ.) : Γυρ᾿βουλιˬάζου νὰ πάου ταχιˬὰ ακάτ᾿.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA