γυροβολίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροβολίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυροβολίδι τό, Στερελλ. (Μεσολόγγ.) - Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωη2, 38 Καημοὶ λιμνοθάλ. 31 - Λεξ. Βλαστ. 310 Δημητρ. γυρουβουλίδ᾿ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γυροβόλι.
Σημασιολογία
Μικρὸν γυροβόλι 6, περιφερικὸν φράγμα τῶν ἰχθύοτροφείων ἐκ καλάμων διὰ τοῦ ὁποίου ἐμποδίζεται ἡ ἔξοδος τῶν ἰχθύων ἔνθ᾿ ἀν.: Γυροβολίδι ἀποκολωτὸ (τὸ περικλεισμένον ἀπὸ ὅλας τὰς πλευρὰς) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) || Φρ. Θὰ μπάσουμε τὸ γυροβολίδι (θὰ περιορίσωμεν τὸν χῶρον τοῦ γυροβολιδίου μετατοπίζοντες πρὸς τὰ ἔσω τὴν μίαν πλευρὰν τοῦ πλέγματος πρὸς εὐκολωτέραν ἁλίευσιν τῶν ἰχθύων) Μεσολόγγ. || Ποίημ. Γυρνῶντας ἀπ᾿ τὸ καρπερὸ γυροβολίδι τὴν ξάνοιγε σὰν πειρασμὸ καὶ σὰν εἰκόνα Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, 238.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA