γυροβολιˬὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυροβολιˬὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυροβολιˬὸ τό, ἐνιαχ. γυρ᾿βουλιˬὸ Στερελλ. (Βαρετάδ. Σπάρτ. Φθιῶτ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυροβόλι.

Σημασιολογία

1) Τμῆμα γῆς ἐξέχον, θεώμενον κύκλῳ ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γυροβόλι 4. 2) Ἐπιρρηματικ., γύρωθεν, κυκλικῶς ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γυροβολιˬὰ 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/