δαυλίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαυλίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δαυλίτης ὁ, πολλαχ. δαυλίτ᾿ς βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτης.

Σημασιολογία

1) Ἡ νόσος τῶν σιτηρῶν ἄνθραξ (Ustilago carbo) προκαλουμένη ὑπὸ δύο μικρομυκήτων, τοῦ Ustilago tritici, προσβάλλοντος τὸν στάχυν, ὅστις προσλαμβάνει κατ᾿ ἀρχὰς χρῶμα φαιὸν καὶ εἶτα μέλαν, καὶ τοῦ Telletia tritici, προσβάλλοντος τοὺς κόκκους πολλαχ.: Τὸ σ᾿τάρι - τὸ κριθάρι τό ᾿πιˬασε φέτος δαυλίτης καὶ χάλασε Πελοπν. (Κορινθ.) Δὲ gάναμι σ᾿τάρ᾿ φέτου, τά ᾿φαϊ οὑ δαυλίτ᾿ς Εὔβ. (Ἄκρ.) Πιντακάθαρου σ᾿τάρ᾿, σὰ κιχριμπάρ᾿ εἶνι, οὔτι δαυλίτ᾿ ἔ᾿ οὔτι ψώρα Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Τὰ μισὰ τσαὶ παραπάνω στάχυˬα ἔχουνε γίνει δαυλίτης Πελοπν. (Καρδαμ.) Θὰ κοσκινίσουμε τὸ σπόρο τοῦ σ᾿ταριˬοῦ καὶ θὰν τὸ ραντίσουμε μὲ ἀλογόπετρα, γιˬὰ νὰ μὴν πιˬάσῃ δαυλίτη (ἀλογόπετρα = θειικὸς χαλκὸς) Πέλοπν. (Κλειτορ.) Τὸ σπόρο τὸ ραντίζομε μὲ τὸ χαλκό, γιˬὰ τὴν ἀρρώστιˬα τὸ δαυλίτη Πελοπν. (Λάμπ.) Δαυλίτ᾿ς γένεται, ἅμα δὲν τοῦ πιράσῃς ᾿ς τ᾿ γαλαζόπιτρα (= θειικὸν χαλκὸν) Θεσσ. (Τρίκερ.) Τοὺ ἴδιˬου τοὺ στά᾿ ἰκεῖνου τὸ ᾿βλιπις μαῦρον, μαῦρα τὰ μπουρμπόλιˬα, κιˬ ἅμα τὸ ᾿τριβις, γέμιζαν τὰ χέριˬα σ᾿ μαυρίλα, ἀρρώστιˬα δηλαδή, δαυλός, δαυλίτ᾿ς Θεσσ. (Σκλῆθρ.) Τῆς μουτζούρωσα τὶς μουτρέλες της μὲ δαυλίτη Πελοπν. (Καρδαμ.) Τὸ σ᾿τάρι ἔχει δαυλίτη, πρέπει νὰ πλυθῇ, γιατὶ τὸ ψωμὶ του γίνεται μαῦρο σὰ σβουνιˬὰ αὐτόθ. Συνών. βρώμησι, δαυλάδα, δαυλὶ 4, δαυλίδα 2, δαυλός 3, καπνιˬά, μαυρή, μαυρίλα. 2) Ὁ ἐξ ἄνθρακος προσβληθεὶς σῖτος Εὔβ. Θρᾴκ. Πελοπν. (Κορών.) κ.ἀ.-Α. Καρκαβίτσ., Παλ. ἀγάπ., 102 - Λεξ. Δημητρ.: Ἔπισι καταχνιˬὰ κ᾿ ἔκαψι τοὺ σ᾿τάρ᾿ κὶ γί᾿κι οὕλο δαυλίτ᾿ς Θρᾴκ. Φέτος ποὺ δὲ μέστωσε τὸ σ᾿τάρι εἶναι ἢ ἀφούρα ἢ δαυλίτης (ἀφούρα = ἰσχνὸν) Πελοπν. (Καρδαμ.) Ὅταν κάνουνε ἀρχὴ καὶ σπέρνουνε, δὲν δανείζουνε φωτιˬά, γιˬατὶ κάνει τὸ γέννημα δαυλίτη Κορών. Ἅμα θεριστῇ ἄψητο τὸ σιτάρι, γένεται δαυλίτης, σταχτώνει Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. δαυλὶ 4β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/