δαυλίτσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαυλίτσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαυλίτσι τό, ἀμάρτ. δαυλίdζι Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) ταυλίdζι Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. – ίτσι.
Σημασιολογία
1) Δαυλὶ 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Δαυλὶ 4, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA