γυρογιˬάλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρογιˬάλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυρογιˬάλι τό, Κάσ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Βιάνν. Κίσ. Μαλάκ. Νεάπ. Ραμν. Χαν. κ.ἀ.) - Λ. Μαβίλ., Ἔργα, 40 - Λεξ. Βλαστ. 313.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γῦρος καὶ γιˬαλός.
Σημασιολογία
Ὁ παρὰ τὸν αἰγιαλὸν χῶρος, ἡ παραλία ἔνθ᾿ ἀν. : Ἄdεστε νὰ πᾶμε ᾿ς τὸ γυρογιˬάλι, νὰ πάρωμε καθαρὸ ἀέρα ἀποὺ τὴ θάλασσα Κρήτ. (Μαλάκ.) ᾿Σ τὸ γυρογιˬάλι εἶναι ὄμορφα νὰ κάθεσαι καὶ νὰ βλέπῃς τὴ θάλασσα καὶ τὰ καράβιˬα αὐτόθ. Ἔχω ᾿να bοστάνι ἴδιˬα ᾿ς τὸ γυρογιˬάλι (bοστάνι = περιβόλι μὲ καρπούζια καὶ πεπόνια, ἴδιˬα = ἀκριβῶς) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Εὐτὸς ἔει οἰκόπεδα ᾿ς τὴ Σουδα, ᾿ς τὸ γυρογιˬάλι (ἔει= ἔχει) Κρήτ. (Ραμν.) Στὴ Dρυπητὴ καὶ ᾿ς τ᾿ ἄλλα γυρογιάλιˬα ἔφταναν τσὶ νύχτες τὰ παπόριˬα Κρήτ. (Χαν.) Τήνε ρίξανε ᾿ς τὸ γιˬαλὸ κι ὁ γιˬαλὸς τὴν ἤβγαλε ᾿ς ἕνα γυρογιˬάλι (ἐκ διηγ.) Κρήτ. || ᾌσμ. Ὡσὰ dὸ Τίμιο Σταυρό, πού ᾿ναι ᾿ς τὸ γυρογιˬάλι, ἐτσά ᾿ναι τὸ κορμάκι σου, ὅπου gὶ ἂ᾿ θὰ προβάλῃ Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) Σάββατο τοῦ ᾿ρθε τὸ κακὸ κάτω ᾿ς τὸ γυρογιˬάλι καὶ τοτεσὰς τὸ λόγιˬασε πὼς λώπως θ᾿ ἀποθάνῃ (λώπως = ἴσως) Κρήτ. Στρέψ᾿ ἀπ᾿ ἀτοῦ, Ἐλ-λοῦ, τσ᾿ ἄμε ᾿ς τὸ γυρογιˬάλι, πού ᾿χει ἄλοο σιεροπόι, σιεροκάλικο τσαὶ μελανὸ συκώτι (Ἐλ-λοῦ = Γελλοῦ, ἄλοο : ἄλογον· ἐξ ἐπῳδ.) Κάσ. Συνών. ἀκρογιˬάλι, ἀκρογιˬαλιˬά, ἀκροθαλάσσι, ἀκροθαλασσιˬά, ἀκροπελαγιˬά, ἀκροπέλαγος, γιˬαλιˬά 1, γιˬαλὸς 1, γυρογιˬαλιˬά, παραγιˬάλι, παράγιˬαλος, περιγιˬάλι, σύγιˬαλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA