γυρογύρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρογύρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυρογύρισμα τό, Κ. Μαρίν., Ν. Ἑστ. 15 (1934), 159.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γυρογυρίζω.

Σημασιολογία

Τὸ περιφέρεσθαι, τὸ μεταβαίνειν ἀπὸ οἰκίας εἰς οἰκίαν: Τὶς περισσότερες φορὲς οὔτε ᾿ς αὐτὸ τὸ γυρογύρισμα τὸ διˬαλυˬοῦνε τὸ χορό τους, παρὰ ξεκινᾶνε χορεύοντας καὶ τραγουδῶντας ἔτσι καθὼς εἶναι πιˬασμένοι χέρι μὲ χέρι. Συνών. βλ. εἰς λ. γυροβολιˬὰ 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/