γυροέρχομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροέρχομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυροέρχομαι ἐνιαχ. γυρόρχομαι Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κερπιν. Κλειτορ.) γυρόρχουμαι Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Καλάβρυτ. Κοντογόν. Κορινθ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. Σουδεν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γῦρο καὶ τοῦ ρ. ἔρχομαι.
Σημασιολογία
1) Περιέρχομαι, περιφέρομαι ἔνθ᾿ ἀν. : Ἐγυρόρθε λίγο κ᾿ ἔπειτα ἐχάθη Πελοπν. (Σουδεν.) Μιˬὰ κατσιμπούλα γυρόρχεται ᾿ς τὴ λάμπα (κατσιμπούλα = πεταλούδα) Πελοπν. (Κερπιν.) Βάλανε τὸ σκατζόχερα ᾿ς τὸ τεψὶ κ᾿ ἐκεῖνος γυρορχότανε σὰ νὰ χόρευε (σκατζόχερα = ἀκανθόχοιρο) Πελοπν. (Γαργαλ.) || Φρ. Γυρόρχεται σὰν τὴν ἀλουποῦ ᾿ς τὸ κοτέτσι (ἐπὶ τοῦ ἐπιδιώκοντός τι μετ᾿ ἐπιμονῆς καὶ ὑπούλως) αὐτόθ. Αὐτὸς γυρόρχεται ᾿ς τὴ μάντρα (ἐνν. τοῦ νεκροταφείου, ἐπὶ γεγηρακότος) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Γυρόρχεται ᾿ς τὸ χορὸ νὰ τσακωθῇ (ἐπιδιώκει τὴν φιλονικίαν) Πελοπν. (Σουδεν.) Συνών. γυροτριγυρίζω, γυροφέρνω, τριγυρίζω. 2) Ἀπασχολοῦμαι εἴς τι Πελοπν. (Κλειτορ.) : Θὰ σηκωθῇ ἡ νοικοκυρά, θὰ γυρόρθῃ. Οἱ ἄντρες γυρόρχονται λιγούλι, κάνουνε καμμιˬὰ δουλε͜ιά. 3) Χρονοτριβῶ Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλειτορ.): Ὕστερα γυρορχόσανε λιγούλι (ἐχρονοτρίβουν ἐπ᾿ ὀλίγον) Κλειτορ. Σ᾿κώθηκες ἀπὸ τὸ πρωὶ νὰ πᾷς ᾿ς τὴ δουλε͜ιά σου κιˬ ἀκόμα γυρόρχεσαι Καλάβρυτ. 4) Προτίθεμαι, ἔχω κατὰ νοῦν, σκοπεύω Πελοπν. (Κορινθ.) : Γυρόρχουμαι νὰν τὰ παρατήσω οὕλα τσαὶ νὰ φύγω. 5) Ἐξοικονομοῦμαι, τακτοποιῶ τὴν κατάστασιν Πελοπν. (Κλειτορ.) : Ἐμεῖς ἐδῶ μὲ τὰ ξύλα γυρορχόμαστε τὸ χειμῶνα. Ποῦ νὰ κάτσουνε οὕλοι αὐτοὶ καὶ ποῦ νὰ γυρόρθουνε; Πβ. βολεύω 2β, λατρεύομαι, πορεύομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA