ἀπογωνιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογωνιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογωνιˬάζω Ἤπ. -ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στάν. 77 ἀποωνιˬάζω Κάρπ. ἀπουγουνιˬάζω Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) ’πουγουνιˬάζω Ἤπ. (Χουλιαρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οῦσ. ἀπογωνιˬά.
Σημασιολογία
1) Καταφεύγω εἰς ὑπήνεμον μέρος διὰ νὰ προφυλαχθῶ ἀπὸ τὸν ἄνεμον ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἦταν προσήλιˬο ποῦ νὰ μὴν εἶχε προσηλιˬαστῆ καὶ ἀπόγωνο ποῦ νὰ μὴν εἶχε ἀπογωνιˬάσει ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. Πῆγα κιˬ ἀπουγώνιˬασα σἰ ᾿κεῖν᾽ τὸν τοῖχον, ἀλλιῶς θά ’παιρνα κρύου Αἰτωλ. Καὶ μέσ. Εἶνι τούτ᾿ ἠ μάντρα πὲς κιˬ ἀπουγουνιˬάζουμι νιˬὰ ψ’χούλλα αὐτόθ. || Παροιμ. Εὗρε τρῦπα, τρύπωσε, | γωνιˬά, ἀποώνιˬασε (νὰ ἐπωφελῆσαι πάσης διδομένης εὐκαιρίας) Κάρπ. Συνών. ἀγκωνιˬάζω (Ι) Β1, ἀπαγκε͜ιάζω 2, ἀπαγκε͜ιάρω 1, ἀπανεμίζω 2. Καὶ μετβ. θέτω τι εἰς ὑπήνεμον μέρος Ἤπ. (Χουλιαρ.): ’Πουγουνιˬάζου τὰ πρόβατα. 2) Μεταφ. εὑρίσκω καταφύγιον, προστασίαν, ὔποστήριξιν Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔχου τοὺ μπάρμπα μ᾽ ὅπ᾿ ἀπουγουνιˬάζου. Συνών. ἀγκωνιˬάζω (Ι) Β1 β, ἀπαγκε͜ιάζω 2β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA