ἀπογωνιˬαστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογωνιˬαστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπογωνιˬαστὴς ὁ, Ἀθῆν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπογωνιˬάζω.

Σημασιολογία

Δίχηλον ἐργαλεῖον ἐκ χάλυβος, εὔχρηστον ἐν τῇ σαγματοποιΐᾳ, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποκόπτουν τὰς ἐξεχούσας γωνίας δέρματος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/