γύροθε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γύροθε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Εππίρημα

Τυπολογία

γύροθε ἐπίρρ. Κορσ. Λευκ. -Γ. Ἐπαχτίτ., Προπύλ. 1 (1908), 233- Λεξ. Δημητρ. γύροθες Λευκ. γυροθιˬὰ Λεξ. Δημητρ. γύρουθε Λευκ. γύρουθες Λευκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βυζαντ. γύροθεν.

Σημασιολογία

Πέριξ, κύκλῳ ἔνθ᾿ ἀν. : Γύροθε τὰ βουνόκορφα Γ. Ἐπαχτίτ., ἔνθ᾿ ἀν. || ᾎσμ. Πέφτει τὸ χιˬόνι γυροθιˬὰ κι ἀνεμοστριφουλίζει, μὰ ἐμένα τὴν καρδοῦλα μου ἕνας καηˬμὸς φλογίζει Λεξ. Δημητρ. εἰς λ. ἀνεμοστροφουλίζω. Πβ. γυροβολιˬά 4, γύρω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/