δαυλολόγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαυλολόγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δαυλολόγος ὁ, ἐνιαχ. δαυλουλόγους Στερελλ. (Λεπεν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λόγος, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 247.

Σημασιολογία

Τὸ ὄπισθεν τῆς πυρᾶς τμῆμα τῆς ἑστίας, ὅπου μετὰ τὴν ἀπόσβεσιν συγκεντρώνουν τοὺς δαυλούς. Συνών. δαυλοστάτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/