γυροκόβω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυροκόβω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυροκόβω ἐνιαχ. γιουροκόβγου Εὔβ. (Κύμ.) γυροκόφτω Πόντ. (Σταυρ. κ.ἀ.) Μέσ. γυροκόφκουμαι Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Ἀόρ. ἐγυροκόπα Πόντ. ἐγυροκόφτα Πόντ. Μετοχ. γιουροκομμένος Εὔβ. (Κύμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπίρρ. γῦρο καὶ τοῦ ρ. κόβω.

Σημασιολογία

1) Κόπτω κυκλικῶς τὰ ἄκρα ἑνὸς πράγματος, περικόπτω κἄτι Εὔβ. (Κόμ.) Πόντ. (Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. : Γυροκόφτω τὸ ζουμάρ᾿ ἁς᾿ σὸ σκαφίδ᾿ (ἀποκόπτω τὴν ζύμην ἐκ τῆς σκάφης) Σταυρ. || ᾎσμ. Σὰν εἶσαι σὺ ὁ Κωσταντῆς, ἂν εἶσ᾿ ὁ ἀδερφός μου, ποῦ εἶναι τὰ ξανθὰ μαλ-λιˬὰ, βρούντα γυροκομ-μένη; (βρούντα= τούφα μαλλιῶν) Κύμ. 2) Παθ., ἐπὶ ὀφθαλμῶν κεκμηκότων, περιβάλλομαι ὑπὸ μελανῆς αὐλακοειδοῦς στεφάνης Πόντ. (Σταυρ.) : Ἐγυροκόπαν τ᾿ ὀμμάτ τ᾿ (Πβ. τὸ κοιν.: Τὰ μάτιˬα του εἶναι κομμένα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/