γυροκούρτινο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυροκούρτινο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυροκούρτινο τό, Θήρ. (Οἴα κ.ἀ.) Πληθ. γεροκούρτινα τά, Κύθν. γεροκούρτουνα Ἀμοργ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γῦρος καὶ κουρτῖνα.

Σημασιολογία

1) Λευκὸν ὕφασμα μετὰ πλατείας δαντέλας εἰς τὸ κάτω ἄκρον αὐτοῦ, περιθέον τὸ ἄνω ἢ τὸ κάτω μέρος τῆς κλίνης Ἀμοργ. Θήρ. (Οἴα κ.ἀ.) : Γύρω, γύρω᾿ ς τὰ κατωπόδαρα κρεμούσανε τὸ γυροκούρτινο Θήρ. || ᾎσμ. Ἀπὰ᾿ς τὸ γυροκούρτινο κάθεται ᾿να πουλλάτσι, νὰ τσιλαηˬδῇ νὰ σὲ ξυπνᾷ, τσύριε Δημητράτση! Οἴα. Συνών. γυροπόδι 3, γῦρος 3στ, τορναλέτο. 2) Κατὰ σημασιολογικὴν ἐπέκτασιν, ἡ νυμφικὴ κλίνη κεκοσμημένη διὰ γυροκουρτίνου Κύθν.: Τὰ γεροκούρτινα τὰ στρώνουνε τὸ Σάββατο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/