ἀποδαιμονίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδαιμονίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδαιμονίζω Ἀμοργ. Ἄνδρ Κάσ. Κύθν. Κρήτ. Σίφν. κ.ἀ. ἀπουδιμουνίζου Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. δαιμονίζω. Πβ. καὶ Ἡσύχ. «ἀποδαιμονίζει. ἀποκαρτερεῖ ἐν τῷ ἐνθουσιᾶν».

Σημασιολογία

Ἐξοργίζω, παροργίζω τινὰ τοσοῦτον, ὥστε νὰ φαινεται ὡς μανιακὸς ἔνθ’ ἀν. κ.ἀ.: ᾊσμ. Ἐσὺ θαρεῖς, σὰν μ᾿ ἀρνηστῇς, πῶς θενὰ κιτρινίσω, κόκκινο μῆλο θὰ γενῶ νὰ σ᾿ ἀποδαιμονίσω Ἄνδρ. Καρνάδα βιˬόλα δὰ γενῶ καὶ κατιφὲς δ᾿ ἀθίσω καὶ τοτεσά, μικράκι μου, δὰ σ᾿ ἀποδαιμονίσω (καρνάδα=κόκκινη, δὰ=θὰ) Κρήτ. Πάνω ’ς τὴ gούνιˬα κάθεσαι, ἀνθεῖς τσαὶ λουλουδίζεις, ἄν ἔχῃς κι ἀγαπητικό, τὸν ἀποδαιμονίζεις Κύθν. Συνών. ἀποτρελλαίνω, δαιμονίζω, ξετρελλαίνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/