ἄποδας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄποδας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄποδας ὁ, Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄπους.

Σημασιολογία

Τὸ πτηνὸν κύψελος ὁ ἄπους (cypselus apus) τῆς τάξεως τῶν ἀναρριχητικῶν (scandores), ὁ τῶν ἀρχαίων ἄπους κύψελος, οὕτως ὀνομασθὲν διὰ τὴν σμικρότητα τῶν ποδῶν. Πβ. Εὐστάθ. Ὀδ. 1502,28 «καὶ ἐπιπολάζει τοιοῦτον στερήσεως εἶδος καὶ παρὰ Λυκίοις μέχρι καὶ νῦν, οἵ χελιδόνας τινάς, ἃς οἱ ἰδιῶται πετροχελιδόνας φασίν, ἐκεῖνοι καλοῦσιν ἄποδας, οὐ διὰ παντελῆ στέρησιν ποδῶν, ἀλλ᾽ ὀλιγότητα, ἤτοι σμικρότητα».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/