δαυλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαυλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δαυλώνω Στερελλ. (Παρνασσ.) δαυλώνου Μακεδ. (Δεσκάτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλός.
Σημασιολογία
1) Μετβ., ρίπτω εἰς τὴν πυρὰν δαυλούς, συδαυλίζω, ἀναζωπυρῶ τὴν πυρὰν Στερελλ. (Παρνασσ.): Δαυλώνω τὸ φοῦρνο. 2) Ἀμτβ., προσβάλλομαι ὑπὸ δαυλοῦ, τῆς γνωστῆς ἀσθενείας τῶν σιτηρῶν (διὰ τὴν ὁπ. βλ. λ. δαυλὸς 5) Μακεδ. (Δεσκάτ.): Τὰ σ᾿τάριˬα φέτου δαύλιˬασαν ὅλα, δὲν παίρουμι ψουμί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA