ἀτσίπωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσίπωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτσίπωτος ἐπίθ. Θήρ. Κάρπ. Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. ἀτσίπουτους Λέσβ. (Πλομάρ.) κ.ἀ. ἀτσίπ-πωτος Κύπρ. ἀσ-σίπωτος Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦστερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσιπωτὸς < *τσιπὠνω < τσίπα. Πβ. καὶ Κορ. Ἄτ. 4, 599.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἀλειμμένος διὰ λεπτοῦ στρώματος πηλοῦ, ἐπὶ τῆς στέγης τῶν οἰκιῶν Κύπρ.: Τὸ σπίτιν του ἔνι ἀτσίππωτον. 2) Μεταφ. ὁ μὴ ἔχων οἰονεὶ τσίπαν, ἤτοι ἐπιδερμίδα, ἐπὶ τῆς ὁποίας φαίνεται τῆς αἰδοῦς τὸ χρῶμα, ἀναιδής, ἀναίσχυντος Κάρπ. Κύπρ. Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ. - Κορ. ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. Δημητρ.: Τί κουβέντες ἔχεις μ’ αὐτὸν τὸν ἀτσίπωτο; Λεξ. Δημητρ.: Μιˬὰ κοραὰ ᾿ὲν πρέπει νὰ συντυαίνῃ μὲ τέτο͜ιον ἀτσίπ-πωτον τρόπον Κύπρ. Ἀσ-σίπωτο κιˬ ἀχαλίνωτο θελυκὸν Κάρπ. || Παροιμ. Ἀτσίπωτ’ εἶν᾿ ἡ κόρη μας, ἀμ’ ἔχει μαῦρα μάτιˬα (ὅταν τις παρὰ τὰ ἐλαττώματα ἔχῃ καὶ προτερήματα καλύπτοντα ἐκεῖνα) Κάρπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνέντροπος καὶ ἀποτσίπωτος. 3) Μωρολόγος, μωρός, ἀνόητος Λέσβ. (Πλομάρ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄσωστος 5, ἔτι δὲ ἀτσαχοκέφαλος 2. 4) Ἐπὶ ἐδεσμάτων, δυσέψητος, δυσκολόβραστος Θήρ.: Ἀτσίπωτο κρεˬάς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/