ἀποδαυκιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδαυκιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδαυκιˬάζω, ’ποδαυτιˬάζω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ ἀπὸ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. δαυκιˬάζω ἢ κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. δαυκί.
Σημασιολογία
Λαμβάνω τὸ χρῶμα τοῦ δαυκίου, καθίσταμαι ζοφερός, ἐπὶ κακῶς πλυθέντων λευκῶν ὑφασμάτων. Συνών. *ἀποδαυκώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA