δαφνὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαφνὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαφνὶ τό, πολλαχ. δαφνὶν Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) δαμνὶν Κύπρ. δάφνι Λεξ. Δημητρ. δάφλι Καλαβρ. (Μπόβ.) δάφρι Καλαβρ. (Μπόβ.) δάμνι Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) δάν-νι Καλαβρ. (Βουν. Ρουχούδ.) dάν-νι Ἀπουλ. (Στερνατ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάφνη ὡς ὑποκορ. Οἱ παροξότονοι τύποι δι᾿ ἀναλογικὸν τονισμόν, βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 400.

Σημασιολογία

1) Δάφνη 1, τὸ ὁπ. βλ., πολλαχ.: ᾎσμ. Εἶχε μηλιˬὲς καὶ κυδωνιˬὲς καὶ δάφνιˬα καὶ μερσίνιˬα Λεξ. Δημητρ. 2) Ποικιλία τοῦ φυτοῦ Ἄμπελος ἡ οἰνοφόρος Κρήτ. - Λεξ. Δημητρ. 3) Εἶδος σταφυλῆς χρώματος κιτρινοπρασίνου Β. Κριμπᾶ, Ἐλλην. Ἀμπελογρ., 25. 4) Μετων., τὸ τρελλοκομεῖον, ἐκ τοῦ τοπωνυμίου πλησίον τῶν Ἀθηνῶν ἔνθα τὸ γνωστὸν Ψυχιατρεῖον πολλαχ.: Φρ. Τὸν ἔκλεισαν ᾿ς τὸ Δαφνί. Εἶναι γιˬὰ τὸ Δαφνὶ πολλαχ. ᾿Φτοῦνος ᾿φτοῦ τὸ τραυάει τὸ πετσάκι του καὶ θὰ καταdήσῃ ᾿ς τὸ Δαφνὶ (τὸ τραυάει τὸ πετσάκι του = αὐνανίζεται) Πέλοπν. (Παιδεμέν.) 5) Ἐπιθετ., ἐπὶ προβάτων, τὸ φέρον ἐπὶ τοῦ τριχώματος ἐρυθρωπὰς λωρίδας Ρόδ.: Δαφνὶ ἀρνί. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαφνὶ καὶ ὡς τοπων. πολλαχ., ὑπὸ δὲ τὸν τύπ. Δαφνῆς καὶ ὡς ἐπών. Κέρκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/