δαφνιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαφνιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαφνιˬάζω ἐνιαχ. δαφνιˬάζου Σκῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάφνη καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάζω.

Σημασιολογία

Ἐπὶ καρπῶν καὶ ἰδίᾳ ἐλαιοκάρπων, ρυτιδοῦμαι, σμικρύνομαι ἐξ ἀνομβρίας, παρουσιάζων τὸ μέγεθος καρποῦ δάφνης ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀπ᾿ τ᾿ν ἀνυδρία οἱ ἐλιˬὲς δαφνιˬάκανε Σκῦρ. Ἔναι δαφνιˬασμένες δάρε οἱ ᾿λιˬές, ἀλλὰ σὰ βρέξῃ, νὰ δῇς ποὺ θὰ ξεδαφνιˬάσ᾿νε αὐτόθ. Ἀμ᾿ ποῦς νὰ μὴν εἶναι δαφνιˬασμένα, ἀφοῦ ἔχει πέντε μῆνες νὰ βρέξῃ; αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/