γυροπόδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροπόδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυροπόδι τό, Θήρ. Κρήτ. (Βάμ. Νεάπ. Χαν κ.ἀ.) - Λεξ. Βάιγ. Ἠπίτ. Μπριγκ. Βλαστ. 326.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γῦρος καὶ πόδι. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Γυρόποδας, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν. : Ἠφόρε͜ιε ἓνα φουστάνι· τὸ γυροπόδι ἤτανε βελουδένιˬο Θήρ. Τρόπωσε τὸ γυροπόδι ἐκε͜ιὰ ποὺ τό ᾿χω σημαδεμένο νὰ τὸ γαζώσωμε Κρήτ. (Νεάπ.) || Φρ. Ἀγαπάει τὰ γυροπόδιˬα (τέρπεται ἀναστρεφόμενος μετὰ γυναικῶν) Κρήτ. Ὅπου δῇ γυροπόδι, δὲν ξεκολλᾷ Κρήτ. (Νεάπ.) Γυροπόδι τῶ γυναικῶ (ἐπὶ γυναικοφίλου) Κρήτ. || ᾌσμ. Πλέει τὸ ψάρι ᾿ς τὸ γιˬαλό, πλέει καὶ τὸ χταπόδι, μικρό μου, ᾿ς τὸ φουστάνι σου νὰ ᾿μουνα γυροπόδι Κρήτ. (Νεάπ.) Ὡς εἷν᾿ ἡ στρίgλα, ἡ μίgλα, ἡ bοbοχεὶλα, ἡ μελανοχείλα, ποὺ τὰ βυζά τζη κρέμουdαι, τὰ μαλλιˬά τζη καίγουdαι, τὰ γυροπόδιˬα τζη τὴ γῆς φινοκαλοῦσι (bοbοχεὶλα = ἡ ἔχουσα παχέα χείλη, φινοκαλοῦσι = σκουπίζουν· ἐξ ἐπῳδ., περὶ γυναικὸς ἡ ὁποία βασκαίνει) Κρήτ. Συνών. γυρόποδας, γῦρος 3ιδ, γυροφούστανο 1, ποδογύρι, ποδόγυρος. β) Στενὴ λωρὶς ὑφάσματος ραπτομένη εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τμῆμα τοῦ κρασπέδου γυναικείου φορέματος πρὸς ἐνίσχυσιν Κρήτ. 2) Τὸ περιθέον τούς πόδας κλίνης ὕφασμα Θήρ. Συνών. γυροκούρτινο 1, γῦρος 3στ, τορναλέτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA