ἀπόδαυλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόδαυλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόδαυλος ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. δαυλός.

Σημασιολογία

1) Πολὺ ξηρός, κατάξηρος: Αὐτὸ τὸ πρᾶμα εἶναι ξερὸ κιˬ ἀπόδαυλο. 2) Μεταφ. ἄναυδος, ἐνεός: Σὰν τοῦ ’πα τὸ τάδε πρᾶμα, ἡπόμεινε ξερὸς κιˬ ἀπόδαυλος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/